-
21 ρίζα
[риза] ουσ θ корень. -
22 ρίζα
коренГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ρίζα
-
23 ριζά
dağ yamaçları, etekleri -
24 ρίζα
racine -
25 ρίζα
korzeń (m) rzecz. -
26 ρίζα
1) kořen2) odmocnina -
27 ρίζα
rootΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ρίζα
-
28 πῡγό-ριζα
-
29 γλυκύῤ-ῥιζα
γλυκύῤ-ῥιζα, ἡ, u. γλυκύῤῥιζον, τό, Süßwurzel, Süßholz, woraus Liquiritiensast gemacht wird, Geop. u. a. Sp.
-
30 κυβική ρίζα
кубен коренГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κυβική ρίζα
-
31 τετραγωνική ρίζα
втор коренГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τετραγωνική ρίζα
-
32 kök
ρίζα -
33 racine
ρίζα -
34 kořen
ρίζα -
35 odmocnina
ρίζα -
36 root
ρίζα -
37 korzeń
ρίζα -
38 рнэа
[ρίζα] ουσ. Θ. τα άμφια -
39 рнэа
[ρίζα] ουσ θ τα άμφια -
40 orijin
ρίζα, προέλευση
См. также в других словарях:
ῥίζα — ῥίζᾱ , ῥίζα root fem nom/voc/acc dual ῥίζᾱ , ῥίζα root fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
ρίζα — η 1. τομέσα στη γη τμήμα του βλαστού κάθε φυτού και με επέκταση ολόκληρο το φυτό: Πούλησε πενήντα ρίζες ελιές. 2. μτφ., βάση, θεμέλιο: Στη ρίζα του βουνού υπήρχε μια πηγή. 3. πρώτη αρχή, αιτία: Από την αρχή δε χτυπήθηκε το κακό στη ρίζα του. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥίζᾳ — ῥίζαι , ῥίζα root fem nom/voc pl ῥίζᾱͅ , ῥίζα root fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριζά — τα, Ν πρόποδες βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα, κατά τα: χαμηλά, ψηλά] … Dictionary of Greek
Κάτω Ριζά — Οικισμός (57 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Τα Κ.Ρ. υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ζαλόγγου … Dictionary of Greek
ῥίζας — ῥίζᾱς , ῥίζα root fem acc pl ῥίζᾱς , ῥίζα root fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίζαι — ῥίζα root fem nom/voc pl ῥίζᾱͅ , ῥίζα root fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίζαν — ῥίζᾱν , ῥίζα root fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζᾶν — ῥίζα root fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζέων — ῥίζα root fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)