-
1 ραβδος
ἥ1) палка, трость, розга(ῥάβδῳ κρούειν Xen.)
αἱ ῥάβδοι Plut. ( в Риме) — ликторские пучки2) волшебный жезл, магическая палочка (sc. τοῦ Ἑρμέω Hom.)3) удочка (sc. τοῦ ἁλιῆος Hom.)4) птицеловная палка ( покрытая клеем)(sc. τοῦ ὀρνιθευτοῦ Arph.)
5) жезл, посох Pind., NT.6) прут, тж. нить(χρύσεαι ῥάβδοι Hom.)
7) древко (sc. τῆς λόγχης Xen.)8) световая полоса, pl. пучок лучей(ῥάβδοι περὴ τὸν ἥλιον Arst.)
9) полоска10) грам. строка, стих. -
2 βακυλα
τά (лат. bacula и baculi; греч. ῥάβδοι) палки, прутья (ликторов) Plut. -
3 γυμνασιαρχικος
-
4 διηνεκης
атт. тж. διᾱνεκής 2[ἐνεγκεῖν]1) длинный(ῥάβδοι, ῥίζαι, ἀτραπιτοί Hom.)
2) цельный, сплошной, связный(σώματα Plat.; κόσμος Arst.)
3) долгий(νύξ Luc.)
4) постоянный(νόμος Plat.)
δ. λόγος τῆς οὐσίας Plat. — незыблемая основа сущности5) бот. многолетний(φυτόν Arst.)
-
5 δορατοπαχης
-
6 προηγεομαι
идти впереди, быть ведущим, вести впередτὸ προηγούμενον στράτευμα Xen. — ведущий отряд, авангард;
π. τέν πρὸς τοὺς ἐναντίους (sc. ὁδόν) Xen. — вести на неприятеля;π. τῆς πομπῆς Polyb. — идти во главе процессии;ῥάβδοι καὴ πελέκεις ἑκάστῳ προηγεῖται Polyb. — перед каждым (римским сановником) несут пучки прутьев и секиры;ὅ προηγούμενος Plut. — предшествующий, предыдущий;τὰ προηγούμενα Polyb. — предпосылки, данные;τῇ τιμῇ π. ἀλλήλους NT. — быть предупредительными во взаимном уважении -
7 χαλκοειδης
См. также в других словарях:
ῥάβδοι — ῥάβδος rod fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
εκκρεμές — Κάθε σώμα που μπορεί να ταλαντεύεται, υπό την επίδραση του βάρους του, γύρω από άξονα (φυσικό ή σύνθετο ε.). Το απλόιδανικόμαθηματικό ε. αποτελείται από ένα υλικό σημείο Α (πρακτικά ένα σιδερένιο σφαιρίδιο), κρεμασμένο σε νήμα (το οποίο δεν είναι … Dictionary of Greek
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
CINNAMOMUM — Graece Κιννάμωμον, quasi κίνναμον ἄμωμον, Latinis Cinnamomum quoque, et Cinnamum, de quo multa fabulose tradit Antiquitas, uti vidimus; Garciae ab Horto idem cum casia est: infimâ aetate Graeci Latinique Imperii cum κανέλᾳ illud quoque… … Hofmann J. Lexicon universale
NOBILES — apud Romanos dicti sunt, qui Maiorum suorum habuêre imagines. Est autem imago docente Polybiô l. 6. insignis alicuius Viri simulacrum, oris similitudinem artificlose effictam, coloribus pigmentisque adumbratam, referens, quod in insigniori ac… … Hofmann J. Lexicon universale
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
βαρούλκο — Συσκευή η οποία επιτρέπει την άσκηση ισχυρών ελκτικών δυνάμεων, μέσω ενός συστήματος σχοινιών ή αλυσίδων με εφαρμογή περιορισμένων κινητήριων δυνάμεων. Ο παλαιότερος τύπος β. αποτελείται από ένα ξύλινο τύμπανο που περιστρέφεται σε έναν άξονα.… … Dictionary of Greek
γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… … Dictionary of Greek