-
1 ρευμα
- ατος τό1) поток, струя(μειλιχίων ποτῶν Soph.; ἐλαίου Plat.; перен. κλαυθμῶν καὴ ὀδυρμῶν Plut.)
τὸ τῆς αὔξης καὴ τροφῆς ῥ. Plat. — приток питательных веществ и непрерывный рост;τὸ τῆς ὄψεως ῥ. Plat. — непрерывный зрительный акт2) тж. pl. течение(ῥεύματα ἰσχυρά Her.; ῥ. Νείλου Plat.)
3) текучесть, непостоянство(τὸ τῆς τύχης ῥ. Men.)
4) извержение (sc. τῆς Αἴτνης Thuc.)5) наплыв, множество, масса(στρατοῦ Aesch., Eur.; μελισσῶν Anth.)
6) разлив, наводнение7) напор, стремительность(ῥ. πολέμου Plut.)
8) мед. истечение или слизь(ῥεύματα νοσηματικά Arst.)
9) ревматическое страдание -
2 ῥεῦμα
A that which flows, current, stream, A.Pr. 139 (anap.), X.HG4.2.11; μειλιχίων ποτῶν ῥ. S.OC 160 (lyr.);ἐλαίου ῥ. ἀψοφητὶ ῥέοντος Pl.Tht. 144b
;ῥεῦμα μελισσῶν AP9.404
(Antiphil.): metaph., ῥ. αὔξης καὶ τροφῆς, ὄψεως, Pl.Ti. 44b, 45c;τὸ ἀκούειν γίνεται ῥεύματός τινος φερομένου ἀπὸ τοῦ φωνοῦντος Epicur.Ep. 1p.13U.
2 stream of a river, Hdt.2.20, 24;ῥ. Διρκαῖον E.Supp. 637
, cf. IT 401 (lyr.); τὸ τοῦ Νείλου ῥ. Pl. Ti. 21e; also, eruption of lava, Th.3.116, Carc.5.7: metaph., stream or flood of men,μεγάλῳ ῥ. φωτῶν A.Pers. 88
(anap.); ῥ. Περσικοῦ στρατοῦ ib. 412, cf. E.IT 1437; πολλῷ ῥ. προσνισσόμενοι S.Ant. 129(anap.); soῥεύματα ἐπῶν Cratin.186
;κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Plu.2.609b
.3 flood, κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥ. Th. 4.75, cf. Hdt.8.12; φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥ. Demad.15.II that which is always flowing or changing, τὸ τῆς τύχης.. ῥ. μεταπίπτει ταχύ the ebb and flow of fortune, Men.Georg.Fr.2.III Medic., humour or discharge from the body, flux, rheum,διὰ τῶν ῥινῶν Hp. VM18
;ῥ. εἰς τοὺς πόδας κατεληλύθει Luc.Philops.6
;ῥ. νοσηματικά Arist.Sens. 444a13
; στομάχου καὶ κοιλίας ῥ. Dsc.1.83;κατασκῆψαι ῥ. εἰς τὰ νεῦρα Paus.6.3.10
: abs.,POxy.1088.1(i A.D.), Plu.Mar.34, etc.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский