-
1 ωλενη
ἥ досл. локтевая часть руки, перен. рука Hom., Trag., Arph.:(ἐν) ὠλέναις φέρειν Eur. носить на (в) руках; ὠλένας τρέμων ἄκρας Eur. потрясая кистями рук; ὠλένῃ διαριθμεῖν τι Eur. рукой пересчитывать что-л.
-
2 ωλένη
η анат. локтевая кость; локоть;τό οστούν της ωλένης — локтевая кость
-
3 ευωνυμος
I2[ὄνυμα = ὄνομα См. ονομα]1) имеющий славное имя, славный, почтенный(Ἀστερίη Hes.; πατέρες Pind.)
2) звучащий как хорошее предзнаменование или приятно звучащий(ἀριστοκρατία Plat.; λόγος Luc.)
3) euphem. (= ἀριστερός См. αριστερος) левый(ὠλένη Soph.; κέρας Her., Plut.; τόπος Plat.; πούς NT.)
ἐξ εὐωνύμου (χειρός) Her. и ἐξ εὐωνύμων NT. — слева;4) euphem. зловещий(οἰωνοί Aesch.)
IIὅ бересклет (Euonymus Europaeus L.) Plin. -
4 ολεσιθηρ
-
5 o-re-ne-ja
adj. f. nom. pl. KN Ld 579, L 5108; o-re-ne-anom. pl. n. KN L 593: ōleneia 'с угловатым узором'? Ср. ωλένη 'локтевая часть руки'.
См. также в других словарях:
ὠλένη — elbow fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλένῃ — ὠλένη elbow fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… … Dictionary of Greek
ωλένη — η στην ανατομία, το ένα από τα δύο οστά του πήχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠλέναι — ὠλένη elbow fem nom/voc pl ὠλένᾱͅ , ὠλένη elbow fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλένηι — ὠλένῃ , ὠλένη elbow fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλενῶν — ὠλένη elbow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλέναις — ὠλένη elbow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλέναισι — ὠλένη elbow fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλέναισιν — ὠλένη elbow fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλένην — ὠλένη elbow fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)