-
1 υπεροπτικος
-
2 υπεροπτικός
η, ό [ν] высокомерный; надменный -
3 υπεροπτικός
[ипэроптикос] εκ. надменный, высокомерный, презрительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπεροπτικός
-
4 υπεροπτικός
[ипэроптикос] επ надменный, высокомерный, презрительный. -
5 υπερ-
1) за пределами, по ту сторону2) через, поверх3) сверху4) в пользу, из-за, в защиту5) чрезвычайно, чрезмерно
См. также в других словарях:
ὑπεροπτικός — contemptuous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροπτικός — ή, ό / ὑπεροπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερόπτης / ὑπέροπτος] αυτός που έχει την τάση ή τη συνήθεια να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης, αλαζόνας νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, αλαζονικός, υπερφίαλος («υπεροπτικό… … Dictionary of Greek
υπεροπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αρμόζει σε υπερόπτη, ο αλαζονικός: Υπεροπτικό ύφος. 2. αυτός που βρίσκεται ανατομικά πάνω από το οπτικό χίασμα: Υπεροπτικό κόλπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεροπτικά — ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc pl ὑπεροπτικά̱ , ὑπεροπτικός contemptuous fem nom/voc/acc dual ὑπεροπτικά̱ , ὑπεροπτικός contemptuous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικώτερον — ὑπεροπτικός contemptuous adverbial comp ὑπεροπτικός contemptuous masc acc comp sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικῶν — ὑπεροπτικός contemptuous fem gen pl ὑπεροπτικός contemptuous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικόν — ὑπεροπτικός contemptuous masc acc sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικώτατα — ὑπεροπτικός contemptuous adverbial superl ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικώτατον — ὑπεροπτικός contemptuous masc acc superl sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικοί — ὑπεροπτικός contemptuous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικοῦ — ὑπεροπτικός contemptuous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)