-
1 αριστοπονος
-
2 λυκος
(ῠ) ὅ1) волк(ἥ λ. волчица) (πολιός, κρατερῶνυξ, ὀρέστερος, ὠμοφάγος Hom.; κοιλογάστωρ Aesch.)
λύκον ἰδεῖν погов. Plat. — увидеть волка, т.е. онеметь;λ. οἶν ὑμεναιοῖ погов. Arph. — волк сочетается с овцой и λύκοι ἄρν΄ ἀγαπῶσιν погов. Plat. волки относятся с любовью к ягнятам ( о невозможном);λύκου βίον ζῆν Polyb. — жить волчьей жизнью, т.е. грабежом;λύκοι ἐν ἐνδύμασι προβάτων погов. NT. — волки в овечьих шкурах2) «волк» ( разновидность галки) Arst.3) «волк» ( вид паука) Arst.4) удила для норовистых лошадей, мундштук Plut.5) перен. хищник, т.е. совратитель, распутник Anth. -
3 παμφωνος
-
4 σωφρων
эп. σαόφρων 2, gen. ονος1) обладающий здравым смыслом, благоразумный, рассудительный Hom., Her., Thuc.2) почтительный, благочестивый(περὴ θεούς Xen.)
3) сдержанный, воздержный, скромный(τράπεζα Eur.; βίος Plat.)
σ. ὅ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Plat. — скромен тот, кто умеряет (свои) страсти4) чистый, непорочный(εὐχαί Aesch.; ὑμέναιοι Eur.). - см. тж. σῶφρον
См. также в других словарях:
ὑμεναιοῖ — ὑμεναιόω sing the wedding song pres ind mp 2nd sg ὑμεναιόω sing the wedding song pres opt act 3rd sg ὑμεναιόω sing the wedding song pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑμέναιοι — Ὑμέναιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμέναιοι — ὑμέναιος the wedding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοζυγής — βιοζυγής, ές (Α) φρ. «βιοζυγεῑς ὑμέναιοι» ο γάμος που ενώνει δυό ζωές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΒĺΟ: + ζυγής < εζύγην, παθ. αόρ. β του ρ. ζεύγνυμι] … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
επιθαλάμια — Αρχαία γαμήλια τραγούδια, που ψάλλονταν είτε το βράδυ μπροστά στον νυφικό θάλαμο είτε μπροστά στην κατοικία των νεονύμφων το πρωί της επομένης του γάμου τους (οπότε και ονομάζονταν όρθιαεγερτικά) είτε, τέλος, όταν συνόδευαν τη νύφη στο σπίτι του… … Dictionary of Greek