-
1 ορυγμα
- ατος τό1) яма, ров Her., Thuc. etc.ὄ. τύμβου Eur. — могильная яма;
( в Афинах) = βάραθρον:ὅ ἐπὴ τῷ ὀρύγματι или ὅ ἐπὴ τοῦ ὀρύγματος — палач2) подземный ход, подкоп(ὀρύγματα ὑπόγαια Her.)
3) шахта, копь Polyb.4) рытье, пробуравливание Luc. -
2 όρυγμα
το ров, канава; яма; окоп -
3 αμφιστομος
21) имеющий выход с обеих сторон, сквозной(ὄρυγμα Her.; θυρίδες Arst.)
2) двустороннийἀμφίστομοι λαβαὴ κρατήρων Soph. — ручки с обеих сторон чаш;
ἀ. τάξις Polyb. или ἀμφίστομον πλινθίον и πλαίσιον воен. Plut. — строй с двойным фронтом, преимущ. карре -
4 διορυγμα
-
5 ορυσσω
атт. ὀρύττω1) рыть, выкапывать(τάφρον, βόθρον Hom.; ὄρυγμα, ἔλυτρον Her.; εὐνὰς ταῖς ὁπλαῖς Arph.; ληνὸν ἐν τῷ ἀμπελῶνι NT.)
; прорывать, проводить(ὑπόνομον ἐκ τῆς πόλεως Thuc.)
2) прокапывать, прорывать, пересекать рвом или каналом(ἰσθμόν, τὸ χωρίον Her.; γῆν Arst.)
3) закапывать(ἔγχος Soph.; τὸ τάλαντον ἐν τῇ γῇ NT.)
4) перен. вколачивать, втыкатьπὺξ ὀ. Arph. — дать тумака
5) выкапывать из земли, добывать рытьем(ὀ. μῶλυ Hom.; ὀρύξασθαι λίθους Her.)
ὅ ὀρυσσόμενος χοῦς Hom. — вынутая (при землекопных работах) земля
См. также в других словарях:
ὄρυγμα — excavation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρυγμα — Βαθύς και σκοτεινός φρεατώδης λάκκος στην αρχαία Αθήνα μέσα στον οποίο έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. Στα τοιχώματα του είχαν τοποθετηθεί σιδερένια αιχμηρά άγκιστρα πάνω στα οποία κατακομματιάζονταν οι κατάδικοι που ρίχνονταν μέσα. Η… … Dictionary of Greek
όρυγμα — το, ατος βαθιά σκαμμένο χαντάκι, τάφρος, λάκκος, χαράκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρυγμάτων — ὄρυγμα excavation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγμασι — ὄρυγμα excavation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγμασιν — ὄρυγμα excavation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγματα — ὄρυγμα excavation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγματι — ὄρυγμα excavation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγματος — ὄρυγμα excavation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου … Dictionary of Greek