-
1 εξαισιος
2 и 31) несправедливый, нечестивый, дурной(ῥέξαι ἐξαίσιόν τινα Hom.)
2) страшный, ужасный(Θέτιδος ἀρή Hom.)
3) необычайный, невиданный, небывалый(δεῖμα Aesch.; ἄνεμος Xen.; σεισμοί Plat.; χειμών Plat., Arst.; ὄμβροι Xen., Arst.; βροντή Polyb., Plut.; ὑετοί Plut.)
ἐ. τὸ μέγεθος Diod. — необыкновенной величины4) безудержный, неудержимый(φυγή Xen.; γέλωτες καὴ δάκρυα Plat.)
-
2 θερινος
3летний(ἥλιος Plat.; ὄμβροι Arst.; μεσημβρία Xen.)
θεριναὴ τροπαί Plat., Arst., Plut. — летнее солнцестояние;αἱ θεριναὴ ἀνατολαί Arst., Polyb. — место летнего восхода солнца;ζώνη θερινή Plut. — жаркий пояс -
3 καταρασσω
атт. κατᾰράττω1) отбрасывать, прогонять(τινὰ ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Her.; τὸ στράτευμα κατηράχθη ἐς τὰ τειχίσματα Thuc.)
2) низвергать, бросать(τινὰ εἰς τέν θάλατταν Dem.; κ. ἑαυτὸν εἰς τέν κεφαλήν τινος Arst.)
3) перен. разбивать, разрушать(τὰ βουλεύματα Luc.)
4) ( о воде) низвергаться, с шумом падать(εἰς τοὺς πλαταμῶνας Polyb.; εἰς τὸ χάσμα Diod.; ὄμβροι καταράσσουσι Arst.)
-
4 καταρρασσω
1) стремительно врываться(εἰς τὸ στρατόπεδον Plut.)
2) обрушиваться, хлынуть(ὄμβροι καταρράσσουσιν Arst.)
-
5 ομβρος
ὅ1) проливной дождь, ливень2) водная стихия, вода(μήτε γῆ μήτ΄ ὄ. μήτε φῶς Soph.)
3) перен. бурный поток, струя(μέλας ὄ. χάλαζά θ΄ αἱματοῦσσα Soph.; ὄ. ἀοιδῆς Anth.)
-
6 ραγδαιος
31) стремительный, неукротимый(ἐν τοῖς ἀγῶσι Plut.)
2) сильный, проливной(ὄμβροι Plut.; ὑετός Luc.)
-
7 φθινοπωρινος
-
8 φρισσω
атт. φρίττω (fut. φρίξω, pf. πέφρῑκα)1) становиться (подниматься) дыбом, щетинитьсяλέοντος δέρος χαίτῃ πεφρικός Eur. — пушистая львиная шкура;
ὄρνις φρίσσων Plut. — нахохлившаяся птица;ἔφριξαν ἔθειραι Theocr. — шерсть поднялась дыбом (у разъяренного льва);νῶτον φ. Hom. — (о кабане) ощетинить спину;ἄρουραι φρίσσουσιν Hom. — поля, где колосятся (досл. щетинятся) хлеба;στίχες ἀσπίσι καὴ ἔγχεσι πεφρικυῖαι Hom. — ряды (войск), ощетинившиеся щитами и копьями;φιάλα χρυσῷ πεφρικυῖα Pind. — чаша с золотыми выпуклыми украшениями;φρίσσοντες ὄμβροι Pind. — ливни2) дрожать, трепетать, содрогаться(ῥιγοῦν καὴ τρέμειν καὴ φ. Plut.)
φ. τι Soph., Eur., Plut., ὑπέρ τινος Dem. и προς τι Plut. — дрожать перед чем-л., при виде чего-л. или при воспоминании о чем-л.;ἤκουσ΄ ἀνήκουστα ὥστε φρῖξαι Soph. — я услышал (столь) ужасное, что дрожу;πέφρικα τὰν θεόν Aesch. — я охвачен трепетом перед богиней;ὃ τίς οὐκ ἂν ἔφριξε ποιῆσαι ; Dem. — кто не содрогнулся бы (перед перспективой) сделать это?;φ. καὴ προσκυνεῖν τι Plut. — в благоговейном ужасе повергаться ниц перед чем-л. -
9 χειμερινος
31) зимний(μῆνες Thuc.; ὄμβροι Polyb.)
πρὸς ἥλιον τετραμμένος τὸν χειμερινόν Her. — обращенный к зимнему солнцу, т.е. на юг;περὴ τροπὰς χειμερινάς Luc. — во время зимнего солнцестояния;χ. ὄνειρος Luc. — сон в зимнюю ночь2) холодный, суровый(χωρίον Thuc.). - см. тж. χειμερινά и χειμερινή
См. также в других словарях:
ὄμβροι — ὄμβρος storm of rain masc nom/voc pl ό)μβρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek
Umbros — Pueblos en la península Itálica durante el siglo IV a. C. Información Idioma Umbro … Wikipedia Español
δύσοσμος — η, ο (Α δύσοσμος και δύσοδμος, ον) αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή αρχ. 1. αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῡσι δύσοσμον», Ξεν.) 2. αυτός που γίνεται δύσκολα αισθητός με την όσφρηση 3. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ομβρικός — (I) ὀμβρικός, ή, όν (Α) [όμβρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, βροχερός. (II) ή, ό (Α ὀμβρικός, ή, όν) [Όμβριος] 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Ομβρικοί και Όμβροι λαός τής Ιταλικής Χερσονήσου που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Ετρουρία — Η χώρα των Ετρούσκων. Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν Τυρρηνία. Βρισκόταν στην κεντροδυτική Ιταλία, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Τοσκάνη. Τα όριά της προσδιορίζονται από τον ποταμό Τίβερη, το Τυρρηνικό πέλαγος και τα Απένινα καθώς και τις… … Dictionary of Greek