-
41 сетчатка
анат. о αμφιβληστροειδής χιτώνας (του οφθαλμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сетчатка
-
42 склера
анат. (глазного яблока) о σκληρός χιτώνας (του οφθαλμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > склера
-
43 склерит
мед. η σκληρίτιδαη φλεγμονή του σκληρού χιτώνος (του οφθαλμού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > склерит
-
44 съёмка
1. (геод., топ.) η χωρογράφηση, η χωροστάθμιση, η χωρομέτρηση 2. (фотографическая) η φωτο-γράφισηη φωτογραφική λήψη3. (кинема-тографическая) το γύρισμαη κινηματογραφική λήψη4. (корабля) η άπαρση 5. горн. о προσδιορισμός της διανομής αέρα στις στοές (μέσω των ανεμόμετρων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > съёмка
-
45 тело
το σώμαинородное - мед. ξένο --качения (деталь подшипника) το στοιχείο κύλισης, разг. η σφαίραчёрное - физ. μέλαν/μαύρο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тело
-
46 хрусталик
(глаза) анат. о κρυσταλλοειδής φακός (του οφθαλμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хрусталик
-
47 яблоко
(плод) το μήλοадамово - (кадык) - του Αδάμ, το καρύδι του λαιμούглазное - анат. о βολβός/η κόρη του ματιού/οφθαλμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > яблоко
-
48 вмиг
вмигнареч στή στιγμή, ἐν ριπή ὀφθαλμοϋ, ἀμέσως. -
49 глазной
глазн||о́йприл τοῦ ματιού, ὁφθαλμικός:\глазнойо́е яблоко анат. ὁ βολβός τοῦ ματιού (или τοῦ ὁφθαλμού)· \глазнойой нерв τό ὀπτικό νεῦρο· \глазнойой зуб ὁ κυνό-δους, τό σκυλόδοντο· \глазнойая впадина ἡ κόγχη· \глазнойа́я примочка τό κολλύριο· \глазнойой врач ὁ ὁφθαλμίατρος, ὁ ὁφθαλμολόγος· \глазнойая лечέбница τό ὁφθαλμιατρείο. -
50 зрачок
зрачокм ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἡ κόρη τοῦ ματιού. -
51 мгновение
мгновен||иес ἡ στιγμή:в то же \мгновение τήν ἰδια στιγμή· ◊ в \мгновение о́ка ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ. -
52 миг
мигм ἡ στιγμή:в один \миг ἐν ριπή ὁφθαλμού, στιγμιαίως. -
53 мигом
мигомнареч разг σ' ἕνα δευτερόλεπτο, ἐν ριπή ὀφθαλμοῦ, ἀκαριαίως. -
54 оболочка
оболочкаж1. τό (περι)κάλυμμα, τό περίβλημα·2. трен. τό περίβλημα·3. анат. слизистая \оболочка ὁ βλεν(ν)ογόνος ὑμήν радужная \оболочка ἡ Ιρις τοῦ ὁφθαλμού· роговая \оболочка ὁ κερατοειδής χιτών. -
55 один...
один||...другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται. -
56 сетчатка
сетчаткаж а пат. ἀμφιβληστροειδής χιτών τοῦ ὁφθαλμού. -
57 сетчатый
сетчат||ыйприл δικτυωτός, δικτυοειδής:\сетчатыйая оболочка глаза анат. ὁ ἀμφιβληστροειδής χιτών τοῦ ὁφθαλμοὔ. -
58 βολβός
-
59 εν
(εμ, ελ, εγ, ερ) πρόθ. με δοτ.1) (при обознач, места): εν Αθήναις в Афинах; εν μέση οδώ а) посредине улицы; б) прямо на улице; η κυβέρνησις παραμένει εν τη εξουσία правительство остаётся у власти; 2) (при обознач, средства, орудия): εν ονόματι τού νόμου именем закона; εν πεζώ λόγω в прозе: εν στίχοις в стихах; З) (при обознач, способа действия); εν παρόδω между прочим, мимоходом; εν περιλήψει или εν συντομία вкратце; 4) (при обознач, времени): εν όσω εβαδίζομεν... пока мы шли...; εν καιρώ ειρήνης в мирное время; εν μιά ημέρα в один день, в течение одного дня; εν έτει 1976 в 1976 году; 5) (при обознач, состояния, положения): εν πλω в плавании; εν αποστρατεία в отставке; εν κινδύνω в опасности; εν πλήρει συνειδήσει в полном сознании; полностью сознавая; εν πλήρει εξαρτήσει в полном подчинении; αυτό συνέβη εν απουσία μου (εν αγνοία μου) это произошло в моё отсутствие (без моего ведома); εν αναμονή в ожидании; ο νόμος παραμένει εν ισχύϊ закон остаётся в силе; § εν ανάγκη в случае необходимости; εν χρήσει в употреблении; εν τάξει всё в порядке; есть; договорились; порядок (разг) εν γνώσει τού πράγματος в курсе дела; εν στολή воен, в форме; εν καιρώ в подходящее время; εν τω μεταξύ между тем; εν ριπή οφθαλμού в мгновение ока; εν πομπή και παρατάξει с помпой, торжественно; εν ιδρώτι τού προσώπου μου в поте лица; υπογράφω εν λευκώ давать карт-бланш -
60 εξόρυξη
[-ις (-εως)] η1) откапывание, выкапывание; 2) добыча (полезных ископаемых, нефти и т. п.); 3) мед. извлечение, удаление;εξόρυξη οφθαλμού — удаление глаза
См. также в других словарях:
ὀφθαλμοῦ — ὀφθαλμός eye masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾧς κόρην ὀφθαλμοῦ. — См. Зеница ока … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
υπερμετρωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού. Στα άτομα που πάσχουν από υ., οι παράλληλες φωτεινές ακτίνες που έρχονται από μακρινά αντικείμενα, μετά τη διάθλαση τους στα οπτικά νεύρα του ματιού, σχηματίζουν την εστία τους, πίσω από τον… … Dictionary of Greek
χοριοειδής — ές, ΝΜΑ 1. ο όμοιος με το χόριο 2. φρ. α) «χοριοειδής χιτώνας τού οφθαλμού» και «χοριοειδὴς χιτὼν τοῡ ὀφθαλμοῡ» ανατ. χιτώνας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον σκληρό και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα σε όλο το οπίσθιο ημιμόριο τού οφθαλμού και… … Dictionary of Greek
Γιανγκ, Τόμας — (Thomas Young, Μίλβερτον 1773 – Λονδίνο 1829). Άγγλος φυσικός, γιατρός και αιγυπτιολόγος. Ο Γ. ήταν προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες και υπήρξε παιδί θαύμα. Σε ηλικία δύο ετών άρχισε να διαβάζει και στα τέσσερα μπορούσε με άνεση να… … Dictionary of Greek
мьгновениѥ — МЬГНОВЕНИ|Ѥ (14), ˫А с. Мгновение: [дьявол] ˫ави(т) ти въ едино(м) мьгновеньи всѧ цр(с)тва. и въспроси(т) поклонень˫а. (ἐν μιᾶς καιροῦ) ГБ XIV, 29б; скорость же молни˫а то˫а изрѧдъна ѥсть. ˫ако во омъгновениi [в др. сп. въ мегновении] нѣкую часть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
κορεκτοπία — η ιατρ. συγγενής ανωμαλία τής θέσης τής κόρης τού οφθαλμού, που βρίσκεται έξω από το κέντρο τής ίριδας και τού προσθιοπίσθιου άξονα τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corectopia < cor (πρβλ. κόρη) + ectop (πρβλ. έκτοπος) + κατάλ … Dictionary of Greek
κοριοειδής — (I) κοριοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κόρη οφθαλμού, αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, μαύρος και στιλπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *κόριος (< κόρη «η οπή τού οφθαλμού») + ειδής (< εἶδος)]. (II) κοριοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει… … Dictionary of Greek
κρατηρίσκος — κρατηρίσκος, ὁ (Α) 1. μικρός κρατήρας 2. φρ. «κρατηρίσκος τοῡ ὀφθαλμοῡ» το κοίλο τού οφθαλμού (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρ + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αστερ ίσκος, ιππ ίσκος)] … Dictionary of Greek