-
1 ορχηθμος
атт. ὀρχησμός ὅ пляска, танец Hom., Hes., Luc. -
2 ορχησμος
-
3 πολυγηθης
-
4 φιλοπαιγμων
2, gen. ονος [παίζω] игривый, резвый, шаловливый(ὀρχηθμός Hom.; ὀρχηστῆρες Hes.)
См. также в других словарях:
ορχηθμός — ὀρχηθμός, ὁ (Α) χορός, όρχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχοῦμαι «χορεύω» + επίθημα θμος (πρβλ. βρυχη θμός)] … Dictionary of Greek
ὀρχηθμός — dance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηθμοῖο — ὀρχηθμός dance masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηθμοῖς — ὀρχηθμός dance masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηθμοῖσι — ὀρχηθμός dance masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηθμοῖσιν — ὀρχηθμός dance masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηθμοί — ὀρχηθμός dance masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηθμοῦ — ὀρχηθμός dance masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηθμούς — ὀρχηθμός dance masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηθμῶν — ὀρχηθμός dance masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηθμῷ — ὀρχηθμός dance masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)