-
1 ορχεομαι
(3 л. pl. impf. ὠρχεῦντο)1) плясать, танцевать(ἐν ῥυθμῷ Xen.)
ὀ. Λακωνικὰ σχημάτια Her. — исполнять лаконские пляски;πρὸς τὸν αὐλὸν ὀ. Xen. — танцевать под звуки флейт2) изображать пляской или пантомимой3) трепетать, стучать, биться(ὀρχεῖται καρδία φόβῳ Aesch.)
См. также в других словарях:
ορχούμαι — (ΑΜ ὀρχοῡμαι, έομαι) χορεύω («ἠΐθεοι και παρθένοι... ὠρχεῡντ », Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παριστάνω με όρχηση ή με παντομιμικές κινήσεις («ὀρχεῑσθαι τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν», Λουκιαν.) 2. μτφ. σκιρτώ, πηδώ («ὀρχεῑται δὲ καρδία φόβῳ», Αισχύλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek