-
41 συνθηκη
ἥ1) сочетание, связывание(τῶν ὀνομάτων Luc.)
2) тж. pl. условие, соглашение, договорἐκ συνθήκης Plat. и διὰ συνθήκης Arst. — в соответствии с договором;
συνθήκῃ и κατὰ συνθήκην Arst. — по договору;παρὰ τὰς συνθήκας Plat. — вопреки договору -
42 υπερβατος
31) переходимый, (без труда) преодолимый(τὸ περιτείχισμα Thuc.)
2) превышающий, превосходящийτάδ΄ ἐστὴ καὴ τῶνδ΄ ὑπερβατώτερα Aesch. — они таковы, а, пожалуй, и больше того
3) переставленный, перемещенныйὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι ἐν τῷ ᾄσματι Plat. — повидимому, (это слово) в песне переставлено;
4) необычайный, невероятный(τὰ ἐνύπνια Arst.)
-
43 χρεια
Iἥ [χράομαι I]1) (ис)пользование, употребление, применениеλόγου χ. Plat. и ἥ χ. τῶν ὀνομάτων Plut. — словоупотребление;
τὰ ὑπὸ τέν χρείαν ὀνόματα Plut. — общеупотребительные слова;λάμπει ἐν χρείασιν χαλκός Soph. — от (постоянного) употребления медь блестит2) польза, выгода3) занятие, делоἡ πολεμικέ χ. καὴ ἥ εἰρηνική Arst. — военная и гражданская (досл. мирная) служба;
χρεῖαι πολιτικαί Plut. — общественные дела, государственная служба;μεταστήσασθαί τινα ἀπὸ τῆς χρείας Polyb. — отстранить кого-л. от дел4) функция(αἱ τοῦ σώματος χρεῖαι Xen.)
5) отношение, общение, обхождение(φίλων κτῆσις καὴ χ. Xen.)
ἥ πρὸς ἀλλήλους χ. Plat., Arst. — взаимоотношения;φίλου χρείᾳ Diog.L. — в дружеских отношенияхIIἥ [χράω III]1) предмет обсуждения, вопрос, темаἡ προκειμένη χ. Plut. — предстоящий (данный, подлежащий обсуждению) вопрос
2) изречение, (меткое) выражение(ἥ τοῦ Κλεομένους χ. Plut.)
χρείας ἀναλέγεσθαι Plut. — собирать изреченияἥ [χράω IV]1) нужда, необходимость, надобностьκατὰ τέν χρείαν Plat. — в меру потребности;
χ. τινὸς τινί ἐστιν Plat. — у кого-л. есть надобность в чем-л.;ὑπὸ χρείας Plut. и χρείας ὕπο Aesch. — неизбежно, неминуемо;πρὸς τί χρείας ; Soph. — для какой надобности?, для чего?;φορβῆς χρείᾳ Soph. — для того, чтобы добыть пищу;χρείαν ἔχειν τινός Aesch. — нуждаться в ком-л.;αἱ περὴ τὸν βίον χρεῖαι Plut. — жизненные потребности;χρείᾳ πολεμεῖν Soph. — бороться против необходимости;εἰς χρείαν τινὸς ἀφικνεῖσθαι Plat. — ощутить надобность в ком-л., т.е. обратиться за чьей-л. помощью;χ. διδάσκει, κἂν βραδύς τις ᾖ, σοφόν погов. Eur. — нужда учит даже тяжелодума;τὰ οὐδὲν εἰς χρείαν Dem. — бесполезные вещи2) нужда, недостаток, отсутствие Soph., Xen.διὰ τέν χρείαν Plat. — за неимением (чего-л.), но тж. Arph. вследствие нужды;
χ. τείρει τινά Eur. — нужда мучает кого-л.;χρείαν ἔχειν NT. — нуждаться
См. также в других словарях:
ὀνομάτων — ὄνομα name neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Philémon (lexicographe) — Pour les articles homonymes, voir Philémon. Philémon (en grec Φιλήμων) est le nom sous lequel nous est parvenu de manière fragmentaire un lexique du grec ancien, intitulé Λεξικόν τεχνολογικόν (Lexique systématique). La préface nous indique qu il… … Wikipédia en Français
-αι — (ΑΝ) κατάληξη ονομαστικής και κλητικής πληθυντικού τών ονομάτων τής α κλίσεως (π. χ. ἡμέραι, χῶραι, ταμίαι, ἐπαγγελματίαι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ονομ./κλητ. πληθ. σε αι τής Ελληνικής (θεαί, χῶραι) είναι αναλογικός σχηματισμός κατά τα θεματικά* κλιτά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Phrynichus Arabius — This article deals with the grammarian. For other persons of the same name, see Phrynichus. Phrynichus Arabius or Phrynichus of Bithynia (Greek: polytonic|Φρύνιχος) was a Greek grammarian who flourished in second century Bithynia, writing works… … Wikipedia
Phrynichos Arabios — Pour les articles homonymes, voir Phrynichos. Phrynichos Arabios, Phrynichus Arabius ou Phrynichos de Bithynie (Φρύνιχος), dit aussi Phrynichos l Atticiste est un grammairien et surtout lexicographe grec qui vécut au IIe siècle et tint école … Wikipédia en Français