Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ὀλύρας)

См. также в других словарях:

  • ὀλύρας — ὀλύ̱ρᾱς , ὄλυρα rice wheat fem acc pl ὀλύ̱ρᾱς , ὄλυρα rice wheat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγειοσυσταλτικά — Φαρμακευτικές ουσίες που προκαλούν συστολή στις λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων με αποτέλεσμα να μικραίνει η διάμετρός τους. Η βασική κατηγορία α. είναι τα συμπαθομιμητικά φάρμακα, τα οποία κατατάσσονται στις εξής ομάδες: 1 …   Dictionary of Greek

  • CYLLASTIS — apud Aristophanem in Danaidibus, apud Athenaeum, l. 3. Καὶ τὸν κυλλάςτιν φθέγγου, καὶ τὸν Πετόσιριν.. Et Cyllastim loguere, et Petosirim: Hesychio Κυλλάςτις itidem, Herodoto Κολλῆςτις, Polluci Καλλιςτής, panis fuit apud Aegyptios genus, εἰς ὀξὺ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εργοτοξίνη — η ομάδα από δέκα αλκαλοειδή τής ερυσιβώδους ολύρας …   Dictionary of Greek

  • ολυροπράτης — ὀλυροπράτης, ὁ (Α) έμπορος όλυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. λαχανο πράτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»