-
1 ικετις
(ἱ. φυγὰς περίδρομος Aesch.; ἱ. καὴ ἀφ΄ ἑστίας ἠγμένη Arst.)
ἥ Φερετίμη Ἀρυάνδεω ἱ. ἕζετο Her. — Феретима пришла молить Арианда о защите;ἱ. ἀφῖγμαι Soph. — я пришла молить о заступничестве -
2 ιερειτις
-
3 κατευγμα
1) обет, (сопровождаемая обетом) мольба, молитва Aesch., Eur.2) проклятие(Οἰδίπου Aesch.)
3) молитвенное подношение, дар -
4 περιδρομος
I21) круглый, закругленный(ἄντυγες Hom.; ἴτυος ἕδρα Eur.)
2) бегающий кругом, т.е. блуждающий, странствующий(ἱκέτις Aesch.; κύνες Arph.)
3) могущий быть отовсюду обойденным, т.е. со всех сторон открытый, свободно стоящий(κολώνη, αὐλή Hom.)
4) отовсюду окруженный(ἄροτος ὄρεσι π. Eur.)
IIὅ1) обод, кольцо, круг(ἴτυος Eur.)
ὅ τείχους π. Plat. — кольцевая стена;ἐν περιδρόμῳ Plut. — по кругу;π. τῶν τριχῶν Arst. — обрамление из волос, т.е. прическа2) круговой ход, окружная галерея3) стяжная веревка ( в звероловной сети) Xen. -
5 ικέτης
ο, ικέτις (-ιδος) η проситель, -ница, ходатай
См. также в других словарях:
ἱκέτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικέτις — η (ΑΜ ἱκέτις) βλ. ικέτης … Dictionary of Greek
ἱκετίδων — ἵκετις fem gen pl ἱκέτις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκέτιδα — ἵκετις fem acc sg ἱκέτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκέτιδας — ἵκετις fem acc pl ἱκέτις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκέτιδες — ἵκετις fem nom/voc pl ἱκέτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκέτιδος — ἵκετις fem gen sg ἱκέτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκέτισι — ἵκετις fem dat pl ἱκέτις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκέτισιν — ἵκετις fem dat pl ἱκέτις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκέτιν — ἱκέτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικέτης — ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, ιδος) αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία νεοελλ. αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί αρχ. αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον… … Dictionary of Greek