Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἰτέαι

См. также в других словарях:

  • ἰτέαι — ἰτέα willow fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέα willow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰτέον ibo one must go fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέον ibo one must go fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴτεαι — ἰτέα willow fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτέᾳ — ἰτέαι , ἰτέα willow fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέα willow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰτέαι , ἰτέον ibo one must go fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέον ibo one must go fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωλεσίκαρπος — και ὀλεσίκαρπος, ον, Α (επικ. τ.) 1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. άγονος 3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια τής Κυβέλης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»