Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(ἡμίονος

См. также в других словарях:

  • ἡμίονος — half ass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίονος — Βλ. λ.μουλάρι. * * * ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος) αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάρι αρχ. 1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» βασιλιάς κατά το ήμισυ… …   Dictionary of Greek

  • ημίονος — ο το μουλάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡμιόνω — ἡμίονος half ass masc/fem nom/voc/acc dual ἡμίονος half ass masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνοιν — ἡμίονος half ass masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνοις — ἡμίονος half ass masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνοισι — ἡμίονος half ass masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνοισιν — ἡμίονος half ass masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνου — ἡμίονος half ass masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνους — ἡμίονος half ass masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνων — ἡμίονος half ass masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»