-
1 ημιονος
III21) имеющий свойства мулаβρέφος ἡμίονον Hom. — зародыш мула
2) перен. гибридβασιλεὺς ἡ. Her. — царь смешанной крови (о Кире, мать которого была мидянкой)
-
2 ημίονος
ο, η мул; лошак -
3 γιννος
ὅ, v. l. γῖννος, γιννός, γῖνος, ἵννος, ἴννος и др. увечный или больной мул(γ. ἐστὴ ἡμίονος ἀνάπηρος Arst.)
-
4 εντεσιεργος
-
5 σιτοφορος
-
6 ταλαεργος
21) трудолюбивый, выносливый в работе(ἡμίονος Hom., Her.)
2) неутомимый в трудах, много потрудившийся(Ἀλκμήνας υἱός Theocr.)
См. также в других словарях:
ἡμίονος — half ass masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίονος — Βλ. λ.μουλάρι. * * * ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος) αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάρι αρχ. 1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» βασιλιάς κατά το ήμισυ… … Dictionary of Greek
ημίονος — ο το μουλάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμιόνω — ἡμίονος half ass masc/fem nom/voc/acc dual ἡμίονος half ass masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνοιν — ἡμίονος half ass masc/fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνοις — ἡμίονος half ass masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνοισι — ἡμίονος half ass masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνοισιν — ἡμίονος half ass masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνου — ἡμίονος half ass masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνους — ἡμίονος half ass masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνων — ἡμίονος half ass masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)