-
1 βαπτω
1) погружать, окунать(τι εἴς τι Arst., Plut.)
2) погружать для закалки, закалять(πέλεκυν εἰν ὕδατι ψυχρῷ Hom.; ἀκίδας βελέων Anacr.; σίδηρος βαπτόμενος Plut.)
3) погружать, вонзать(ξίφος ἐν σφαγαῖσι Aesch.; φάσγανον εἴσω σαρκός Eur.)
ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ βάψαι Soph. — нанести большой урон аргивскому войску4) окунать в краску, красить, окрашивать(ἐβάπτετο αἵματι λίμνη Batr.; εἵματα βεβαμμένα Her.; βάψαι ἔρια Plat.; τρίχας Anth.)
κροκωτὸν βάψασθαι Arph. — выкраситься в шафрановый цвет5) окунать в яд, отравлять(ἱούς Soph.; ἐχιὸναίῳ χόλῳ τι Anth.)
6) полоскать, мыть(τἄρια θερμῷ Arph.)
7) зачерпывать, черпать(ποντίας ἁλός Eur.; τᾷ κάλπιδι κηρία Theocr.)
8) погружаться(εἰς ψυχρόν Arst.)
9) тонуть(ναῦς ἔβαψεν Eur.)
-
2 διαπεταννυμι
1) раскладывать (sc. ἔρια Arph.)2) раскрывать, расправлять(τὰς πλεκτάνας Arst.; ἀετοὴ διαπεπετακότες τὰς πτέρυγας Diod.)
-
3 ευεργος
-
4 ευμηρυτος
-
5 κατακοπτω
1) разрубать на куски(χελώνην καὴ ὄρνα, παίδων ἕνα Her., κρέα Plat.)
2) разбивать на куски(κέραμον Polyb.; ἀγάλματα Diod.)
3) рвать на части(στεφάνους Dem.)
4) бить, ударять(ἑαυτὸν λίθοις NT.)
5) зарезывать, убивать(κριόν, τῶν προβάτων πολλά, τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης Her.)
6) наносить поражение, разбивать(τέν μόραν Dem.)
κατακεκόψεσθαι Xen. — потерпеть поражение7) точить, разъедать8) перен. подтачивать, надламывать(τέν ἀρχήν, τὸ τῆς ψυχῆς γαῦρον Plut.)
9) (тж. κ. εἰς νόμισμα Diod.) перечеканивать в монету(χρυσίον Her.; τὸν θρόνον ὄντα χρυσοῦν Xen.; τὰς χρυσᾶς πλίνθους Diod.)
-
6 κονιορτωδης
-
7 ξαινω
1) ( о шерсти) чесать, расчесывать(ἕρια Hom. и τῶν ἐρίων Arph., Plut.; στέμματα Eur.)
ξ. εἰς πῦρ погов. Plat. — чесать шерсть на огонь, т.е. толочь воду в ступе;ξ. κοινέν εὔνοιαν Arph. — отбирать (из толпы) благонамеренных единомышленников2) ткать(τὸν πέπλον Arph.)
3) молотить(στάχυς Aesch.)
4) бить, колотить(ῥάβδοις τὰ σώματα Plut.)
ξ. κατὰ τοῦ νώτου πολλὰς (sc. πληγάς) Dem. — исполосовать (чью-л.) спину множеством ударов5) бороздить(ξαίνουσα παρειὰς δάκρυσιν Anth.)
-
8 οισυπηρος
-
9 προπαρασκευαζω
заранее приготовлять, подготовлять(ἔρια Plat.; τι πρὸς τέν τροφήν Arst.; τὰς γνώμας Thuc.; προαισθέσθαι καὴ προπαρασκευάσασθαι Plut.)
-
10 συγξαινω
-
11 τζι(γ)έρι
τό1) печень; 2) πλ. внутренности (жертвенного животного);§ μου 'φαγες τα τζι(γ)έρια — ты вымотал мне душу;
τζι(γ)έρι μου! — сердце моё!, душа моя!
-
12 τζι(γ)έρι
τό1) печень; 2) πλ. внутренности (жертвенного животного);§ μου 'φαγες τα τζι(γ)έρια — ты вымотал мне душу;
τζι(γ)έρι μου! — сердце моё!, душа моя!
См. также в других словарях:
ἔρια — ἔριον wool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρι' — ἔρια , ἔριον wool neut nom/voc/acc pl ἔριο , ἔρομαι ask aor imperat mid 2nd sg (doric) ἔριο , ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd sg (epic doric) ἔριο , ἔρομαι ask aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριουργός — ο (Α ἐριουργός, όν) ως ουσ. ο τεχνίτης που κατεργάζεται έρια, ο εργάτης εριουργείου («ἠ ἱερὰ φυλή τῶν ἐριουργῶν», επιγρ.) νεοελλ. βιομήχανος ή εργάτης μάλλινων πλεκτών ή υφασμάτων αρχ. ως επίθ. αυτός που κατεργάζεται τα έρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(… … Dictionary of Greek
στρουθίζω — ΜΑ κελαηδώ σαν σπουργίτης (αρχ) καθαρίζω έρια ή υφάσματα με στρουθειον*, με σαπουνόχορτο («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Το ρ. με τη σημ. «καθαρίζω υφάσματα» < στρούθειον] … Dictionary of Greek
Πιερία — Πῑερίᾱ , Πιερία from Pieria fem nom/voc/acc dual Πῑερίᾱ , Πιερία from Pieria fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερίας — Πῑερίᾱς , Πιερία from Pieria fem acc pl Πῑερίᾱς , Πιερία from Pieria fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερία — ἀ̱ερίᾱ , ἀέριος misty fem nom/voc/acc dual ἀ̱ερίᾱ , ἀέριος misty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερίας — ἀ̱ερίᾱς , ἀέριος misty fem acc pl ἀ̱ερίᾱς , ἀέριος misty fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέρια — ἀ̱έρια , ἀέριος misty neut nom/voc/acc pl ἀ̱έρια , ἀέριος misty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Eria (orquídea) — Eria … Wikipedia Español