-
1 εχιδναίος
-
2 ἐχιδναῖος
-
3 ἐχιδναῖος
-
4 εχιδναιος
-
5 ἐχιδναῖος
ἐχιδναῖος, von der Natter, zu der Natter gehörig -
6 ἐχιδναῖος
II pr. Adj. Ἐχιδναῖος, α, ον, born of Echidna, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχιδναῖος
-
7 εχιδναίον
-
8 ἐχιδναῖον
-
9 εχιδναίων
-
10 ἐχιδναίων
-
11 ἐχιναῖος
ἐχιναῖος, = ἐχιδναῖος, κωκυτός Nic. Th. 230.
-
12 χολος
ὅ1) редко желчь Hom.2) желчь, раздражение, злоба Hes., Her., Pind., Trag. etc.χ. τινός Hom. — раздражение чьё-л. или (тж. χ. τινί HH., Eur.) раздражение против кого-л.
3) предмет или причина гневаμέγαν χόλον ἐγκαλεῖν τινος κατά τινος Soph. — гневно обвинять кого-л. в чем-л.
4) яд(ἐχιδναῖος χ. Anth.)
-
13 εχιδναίοι
-
14 ἐχιδναῖοι
-
15 εχιδναίη
-
16 ἐχιδναίῃ
-
17 εχιδναίησιν
-
18 ἐχιδναίῃσιν
-
19 εχιδναίοιο
-
20 ἐχιδναίοιο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εχιδναίος — ἐχιδναῑος, α, ον (Α) [έχιδνα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έχιδνα 2. μτφ. αυτός που δηλητηριάζει όπως η έχιδνα («Μοῡσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που μοιάζει με φίδι («ἐχιδναῑοισι κορύμβοις», Νόνν.) 4. ο γεννημένος από … Dictionary of Greek
ἐχιδναῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδναῖον — ἐχιδναῖος of masc acc sg ἐχιδναῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδναῖοι — ἐχιδναῖος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδναίων — ἐχιδναί̱ων , ἐχιδναῖος of fem gen pl ἐχιδναί̱ων , ἐχιδναῖος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… … Dictionary of Greek
εχίειος — ἐχίειος, α, ον (ΑΜ) [έχις] μσν. εχιδναίος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχίειον και ἔχιον το φυτό σαπωνόφυτο το ωκιμοειδές, κν. φιδοβότανο … Dictionary of Greek
εχιδνήεις — ἐχιδνήεις, εσσα, εν (Α) [έχιδνα] 1. εχιδναίος, όμοιος με έχιδνα «ἐχιδνήεσσαν μορφήν», Νικ.) 2. συρόμενος από έχιδνες («δίφρος ἐχιδνήεις», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + κατάλ. ηεις, (πρβλ. αυγ ήεις, φθογγ ήεις)] … Dictionary of Greek
ἐχιδναίοιο — ἐχιδναί̱οιο , ἐχιδναῖος of masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδναίοις — ἐχιδναί̱οις , ἐχιδναῖος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδναίοισι — ἐχιδναί̱οισι , ἐχιδναῖος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)