Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ἐς+ἄργος

  • 121 αργούς

    ἀργός 1
    shining: masc acc pl
    ἀ̱ργούς, ἀργός 2
    not working the ground: masc acc pl
    ἀ̱ργούς, ἀργός 2
    not working the ground: masc /fem acc pl

    Morphologia Graeca > αργούς

  • 122 ἀργούς

    ἀργός 1
    shining: masc acc pl
    ἀ̱ργούς, ἀργός 2
    not working the ground: masc acc pl
    ἀ̱ργούς, ἀργός 2
    not working the ground: masc /fem acc pl

    Morphologia Graeca > ἀργούς

  • 123 αργώς

    ἀργός 1
    shining: adverbial
    ἀ̱ργῶς, ἀργός 2
    not working the ground: adverbial
    ἀ̱ργῶς, ἀργός 2
    not working the ground: adverbial

    Morphologia Graeca > αργώς

  • 124 ἀργῶς

    ἀργός 1
    shining: adverbial
    ἀ̱ργῶς, ἀργός 2
    not working the ground: adverbial
    ἀ̱ργῶς, ἀργός 2
    not working the ground: adverbial

    Morphologia Graeca > ἀργῶς

  • 125 αργέ

    ἀργός 1
    shining: masc voc sg
    ἀ̱ργέ, ἀργός 2
    not working the ground: masc voc sg
    ἀ̱ργέ, ἀργός 2
    not working the ground: masc /fem voc sg

    Morphologia Graeca > αργέ

  • 126 ἀργέ

    ἀργός 1
    shining: masc voc sg
    ἀ̱ργέ, ἀργός 2
    not working the ground: masc voc sg
    ἀ̱ργέ, ἀργός 2
    not working the ground: masc /fem voc sg

    Morphologia Graeca > ἀργέ

  • 127 αργόταται

    ἀργός 1
    shining: fem nom /voc superl pl
    ἀ̱ργόταται, ἀργός 2
    not working the ground: fem nom /voc superl pl
    ἀ̱ργόταται, ἀργός 2
    not working the ground: fem nom /voc superl pl

    Morphologia Graeca > αργόταται

  • 128 ἀργόταται

    ἀργός 1
    shining: fem nom /voc superl pl
    ἀ̱ργόταται, ἀργός 2
    not working the ground: fem nom /voc superl pl
    ἀ̱ργόταται, ἀργός 2
    not working the ground: fem nom /voc superl pl

    Morphologia Graeca > ἀργόταται

См. также в других словарях:

  • ἀργός — 1 shining masc nom sg ἀ̱ργός , ἀργός 2 not working the ground masc nom sg ἀ̱ργός , ἀργός 2 not working the ground masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄργος — neut nom/voc/acc sg Ἄργος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • αργός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χωρίς δουλειά: Αρκετούς μήνες τώρα ήταν αργός. 2. βραδυκίνητος, νωθρός: Σ όλα του ήταν πολύ αργός. 3. (εκκλησ.), ο τιμωρημένος με αργία ιερέας: Ο δεσπότης τον είχε κάνει αργό για τρεις μήνες. 4. ακαλλιέργητος: Το χωράφι ήταν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άργος — Sp Árgas Ap Άργος/Argos L sen. gr. polis ir dab. mst. P Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άργος Ορεστικό — Sp Árgas Orèstikas Ap Άργος Ορεστικό/Argos Orestiko L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άργος Ορεστικό — Κωμόπολη (υψομ. 660 μ., 7.558 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα. Αποτελεί έδρα του δήμου Ορεστίδος. Στη σημερινή του θέση βρισκόταν η αρχαία αιολική ομώνυμη πόλη, η οποία κατά την παράδοση είχε χτιστεί από τους …   Dictionary of Greek

  • Αμφιλοχία ή Αμφιλοχικόν Άργος — Πόλη που ίδρυσε ο Αμφίλοχος, γιος του Αμφιαράου και της Εριφύλης, όταν, γυρίζοντας μετά τον Τρωικό πόλεμο στο Άργος, βρήκε την κατάσταση εκεί δυσάρεστη και πήγε στην Ακαρνανία, που ολόκληρο το βόρειο τμήμα της λεγόταν τότε Α. (Θουκυδίδης, Β 68).… …   Dictionary of Greek

  • ἀργότερον — ἀργός 1 shining adverbial comp ἀργός 1 shining masc acc comp sg ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc comp sg ἀ̱ργότερον , ἀργός 2 not working the ground adverbial comp ἀ̱ργότερον , ἀργός 2 not working the ground masc acc comp sg ἀ̱ργότερον , ἀργός 2… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργά — ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc pl ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc/acc dual ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀ̱ργά , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc pl ἀ̱ργά̱ , ἀργός 2 not working the ground fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»