Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(ἐπίπνοια

См. также в других словарях:

  • ἐπιπνοίᾳ — ἐπιπνοίᾱͅ , ἐπίπνοια breathing upon fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπνοια — ἐπίπνοια, ἡ (AM) [επίπνους] θεία έμπνευση (α. «κατὰ θείαν ἐπίπνοιαν» β. «ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν», Πλάτ.) αρχ. φύσημα, πνοή («ἐπίπνοιαι χειμεριναί», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπίπνοια — breathing upon fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπνοίας — ἐπιπνοίᾱς , ἐπίπνοια breathing upon fem acc pl ἐπιπνοίᾱς , ἐπίπνοια breathing upon fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπνοίαι — ἐπιπνοίᾱͅ , ἐπίπνοια breathing upon fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπνοιῶν — ἐπίπνοια breathing upon fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπνοίαις — ἐπίπνοια breathing upon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπνοιαι — ἐπίπνοια breathing upon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπνοιαν — ἐπίπνοια breathing upon fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφόρησις — ἐμφόρησις, η (AM) 1. υπερπλήρωση 2. υπερβολική πολυφαγία και πολυποσία 3. υπερβολική ηδονή, ευχαρίστηση, απόλαυση αρχ. έμπνευση, επίπνοια, επινόηση …   Dictionary of Greek

  • επίπνευσις — ἐπίπνευσις, ή [επιπνέω] 1. πνεύση, πνοή, φύσημα 2. ιατρ. ταραγμένη, ανώμαλη αναπνοή 3. έμπνευση, επίπνοια («ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῑ», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»