-
1 επιπνοία
-
2 ἐπιπνοίᾳ
-
3 επιπνοια
ἥ досл. дуновение, веяние, дыхание, перен. внушение, вдохновение, наитие(ἐξ ἐπιπνοίας Διός Aesch.; οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν Plat.; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου Arst.)
ἐ. πρὸς τὸ καλόν Plut. — порыв к прекрасному -
4 επίπνοια
-
5 ἐπίπνοια
-
6 ἐπίπνοια
ἐπίπνοια, ἡ,A breathing upon, inspiration,ἐ. πρᾳότητος Pl.Ti. 71c
;ἐξ ἐπιπνοίας Διός A.Supp.17
(anap.), cf. 43 (lyr.); θείαις ἐ. ib. 577 (lyr.); , cf. Cra. 399a; μαντικὴν .. ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες κτλ. Id.Phdr. 265b; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίουἐνθουσιάζειν Arist.EE 1214a24
;ἐ. πρὸς τὸ καλὸν κατασχεθῆναι Plu. Agis7
.II. pl., winds blowing opposite ways, Thphr.Vent.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπνοια
-
7 ἐπίπνοια
ἐπί-πνοια, ἡ, das Anhauchen, Anwehen; οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας ϑεῶν, nicht ohne göttliche Begeisterung -
8 επιπνοίας
ἐπιπνοίᾱς, ἐπίπνοιαbreathing upon: fem acc plἐπιπνοίᾱς, ἐπίπνοιαbreathing upon: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ἐπιπνοίας
ἐπιπνοίᾱς, ἐπίπνοιαbreathing upon: fem acc plἐπιπνοίᾱς, ἐπίπνοιαbreathing upon: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἐπί-πνοια
ἐπί-πνοια, ἡ, das Anhauchen, Anwehen, Διός Aesch. Suppl. 17. 44; ϑεῖαι 572, wie Plat. Legg. V, 747 e; οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας ϑεῶν, nicht ohne göttliche Begeisterung, VII, 811 c, vgl. τῇ τοῦ Εὐϑύφρονος ἐπιπνοίᾳ πιστεύεις Crat. 399 a; οἷον ἐπιπνοίᾳ πρὸς τὸ καλόν Plut. Ag. 7.
-
11 επιπνοίαι
-
12 ἐπιπνοίαι
-
13 τελεστικος
-
14 επιπνοιών
-
15 ἐπιπνοιῶν
-
16 επιπνοίαις
-
17 ἐπιπνοίαις
-
18 επίπνοιαι
-
19 ἐπίπνοιαι
-
20 επίπνοιαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιπνοίᾳ — ἐπιπνοίᾱͅ , ἐπίπνοια breathing upon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπνοια — ἐπίπνοια, ἡ (AM) [επίπνους] θεία έμπνευση (α. «κατὰ θείαν ἐπίπνοιαν» β. «ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν», Πλάτ.) αρχ. φύσημα, πνοή («ἐπίπνοιαι χειμεριναί», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
ἐπίπνοια — breathing upon fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνοίας — ἐπιπνοίᾱς , ἐπίπνοια breathing upon fem acc pl ἐπιπνοίᾱς , ἐπίπνοια breathing upon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνοίαι — ἐπιπνοίᾱͅ , ἐπίπνοια breathing upon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνοιῶν — ἐπίπνοια breathing upon fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνοίαις — ἐπίπνοια breathing upon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπνοιαι — ἐπίπνοια breathing upon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπνοιαν — ἐπίπνοια breathing upon fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφόρησις — ἐμφόρησις, η (AM) 1. υπερπλήρωση 2. υπερβολική πολυφαγία και πολυποσία 3. υπερβολική ηδονή, ευχαρίστηση, απόλαυση αρχ. έμπνευση, επίπνοια, επινόηση … Dictionary of Greek
επίπνευσις — ἐπίπνευσις, ή [επιπνέω] 1. πνεύση, πνοή, φύσημα 2. ιατρ. ταραγμένη, ανώμαλη αναπνοή 3. έμπνευση, επίπνοια («ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῑ», Στράβ.) … Dictionary of Greek