-
1 επιδορατις
-
2 αγκιστρωδης
См. также в других словарях:
ἐπιδορατίς — tip fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδα — ἐπιδορατίς tip fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδας — ἐπιδορατίς tip fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδες — ἐπιδορατίς tip fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδι — ἐπιδορατίς tip fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδος — ἐπιδορατίς tip fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίδων — ἐπιδορατίς tip fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίσι — ἐπιδορατίς tip fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορατίσιν — ἐπιδορατίς tip fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ak̂-, ok̂- (*hekʷ-) — ak̂ , ok̂ (*hekʷ ) English meaning: ‘sharp; stone” Deutsche Übersetzung: ‘scharf, spitz, kantig” and ‘stein” Material: 1. e/o and ü St: Pers. üs (lengthened grade form) “millstone, grindstone”; Gk. ἀκή “point”, lengthenedgrade… … Proto-Indo-European etymological dictionary
επιδορατίδα — η (Α ἐπιδορατίς) η αιχμή τού δόρατος νεοελλ. ναυτ. το επιστήλιο τού προβόλου, κόντρα μπαστούνι αρχ. 1. ο καυλός, το κοντάρι τού δόρατος 2. ο σαυρωτήρ, η σιδερένια αιχμή στο πίσω μέρος τού δόρατος με την οποία τό έμπηγαν στο χώμα τις ώρες τής… … Dictionary of Greek