-
1 πτερνης
-
2 πτερνις
-
3 τομος
I.3[adj. verb. к τέμνω См. τεμνω]1) режущий, острый(σφαγεύς Soph.; λόγος τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν NT.)
2) въедающийся, жгучий(πῦρ Plat.)
3) резкий, решительный(πράξεις Luc.)
II.ὅ [τέμνω]1) ломтик, кусок(ἐκ πτέρνης Batr.; πλακοῦντος Arph.)
2) часть рукописи ( в виде отдельного свитка), том Diog.L. -
4 Ιακώβ
Ιακώβ οИаков –1) сын Исаака и Ревекки (В.З.);2) имя собственноеЭтим.< евр. Yaakov < евр. aqeb «пятка» или по другой версии происходит от aqab «одерживать верх над кем-либо». Согласно Священному Писанию, Ревекка так назвала своего сына, потому что во время родов Иаков родился вторым, держа за пятку своего брата-близнеца Исава: (Γέν. 25, 26) και μετά τούτο εξήλθεν ο αδελφός αυτού και η χειρ αυτού επειλημμένη της πτέρνης Ησαυ, και εκάλεσεν το όνομα αυτού Ιακώβ (Быт. 25, 26) — Потом вышел брат его, держась рукою своею за пяту Исава; и наречено ему имя Иаков
См. также в других словарях:
πτέρνης — πτέρνα ham fem gen sg (attic epic ionic) πτέρνη heel fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόμος — ο, ΝΜΑ βιβλίο που αποτελεί μέρος μεγαλύτερου συγγράμματος (α. «κυκλοφόρησε ο 56ος τόμος τής Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα» β. «λεξικὸν εἰς τόμους ἐννέα», Διογ. Λαέρ.) νεοελλ. 1. σύνολο τευχών περιοδικού, νόμων, ή άλλων εντύπων που… … Dictionary of Greek