-
1 Ασιανος
-
2 Ἀσιανός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἀσιανός
-
3 Ασιανός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ασιανός
-
4 Ασιανός
ο, Ασιανή η, Ασιάτης ο, Ασιατις (-ιδος) и Ασιάτισσα η житель, -ница Азии -
5 ασιανός
η, όν см. ασιατικός -
6 Ἀσιανός
Асиец (уроженец или житель Асии).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀσιανός
-
7 ζηλος
1) рвение, усердие, соревнование(ἐμβαλεῖν ζῆλόν τινι Plut.)
ἐπιεικές ἐστιν ὅ ζ. καὴ ἐπιεικῶν, τὸ δὲ φθονεῖν φαῦλον καὴ φαύλων Arst. — соревнование есть благородное чувство у благородных же, тогда как зависть есть чувство дурное у дурных:ζ. τινος Soph., Plut., NT., πρός τινα и πρός τι Plut., Luc. и ὑπέρ τινος NT. — ревностное отношение к кому(чему)-л.;κατὰ ζῆλον Ἡραχλέους Plut. — соревнуясь с Гераклом, т.е. стремясь идти по стопам Геракла;ζ. τῶν ἀρίστων Luc. — подражание лучшим2) зависть, соперничество(ζ. καὴ φθόνος Plat.; ζ. καὴ ἐριθεία NT.)
ζῆλον ἔχειν τινός Eur. — возбуждать соперничество из-за чего-л.;ζήλῳ ἐπιβλέπειν τύχαις τινός Soph. — с завистью взирать на чьё-л. преуспеяние;ἦλθεν ζ., ἀπὸ ζήλου δε φθόνος Plat. — явилась зависть, а из зависти (родилась) ненависть;πυρὸς ζ. NT. — яростный огонь3) (любовная) ревность(βαλεῖν τινα ζήλοις Anth.)
4) предмет рвения, цель соревнования, т.е. счастье(ζ. καὴ τιμή, ζ. καὴ χαρά Dem.)
οἵας λατρείας ἀνθ΄ ὅσου ζήλου τρέφει! Soph. — на какое рабство обменяла (жена Эанта) такое счастье!5) выспренний стиль, цветистость(Ἀσιανὸς ζ. τῶν λόγων Plut.)
-
8 774
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 774
См. также в других словарях:
ασιανός — ή, ό (AM ἀσιανός, ή, όν) 1. ο Ασιάτης ή ο ασιατικός 2. ως ουσ. ο κάτοικος της Ασίας 3. αυτός που έχει ασιατικό υφος («ασιανός ρήτωρ», «ασιανός ζήλος») … Dictionary of Greek
Ἀσιανός — Ἀσιᾱνός , Ἀσιανός Asia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιητᾶν — Ἀσιανός Asia masc gen pl (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιᾶται — Ἀσιανός Asia masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιᾶτιν — Ἀσιανός Asia fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιᾶτις — Ἀσιανός Asia fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιῆτις — Ἀσιανός Asia fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιήτιδα — Ἀσιανός Asia fem acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιήτιδος — Ἀσιανός Asia fem gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιήτου — Ἀσιανός Asia masc gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιανά — Ἀσιᾱνά , Ἀσιανός Asia neut nom/voc/acc pl Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc/acc dual Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)