-
1 εναγης
2[ἄγος]1) отягощенный тяжелым преступлением, пораженный проклятием(τοὺς ἐναγέας ἐπιλέγειν τινάς Her.; ἐ. καὴ ἀλιτήριος τῆς θεοῦ Thuc.; ἐ. καὴ μιαρός Plut.)
ἐ. ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος καὴ τῆς Ἀρτέμιδος Aeschin. — да поразит его проклятие Аполлона и Артемиды2) приносимый по обету(θεοῖς ἐναγέα τέλεα Aesch.)
3) связавший себя клятвой(φίλος Soph.)
-
2 ευνοια
поэт. редко εὐνοίᾱ, ион. εὐνοΐη ἥ1) благосклонность, благоволение, доброжелательностьκατ΄ εὔνοιαν Her., ἐπ΄ εὐνοίᾳ Aesch., δι΄ εὔνοιαν Plat., δι΄ εὐνοίας Thuc. и εὐνοίας ἕνεκα Dem. — из расположения, по доброжелательности;
εὐνοίᾳ Soph., εὐνοίῃ Her. и μετ΄ εὐνοίας Plat. — благожелательно, благосклонно, любовно;ἐπ΄ εὐνοίᾳ χθονός Aesch. — из любви к (своему) краю;εὐνοίᾳ τῇ σῇ Plat. — из хороших чувств к тебе;εὐνοίας ἕνεκα τῶν Ἑλλήνων Xen. — из благоволения к эллинам2) снисходительность(κατ΄ εὔνοιαν κρίνειν Lys.)
3) pl. знаки благоволения, милости(Ἀρτέμιδος Aesch.)
4) подношение, дар Dem. -
3 ιερον
1) храм, святилище,(ἱ. Ἀφροδίτης Her.; τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος ἐν Ἐφέσῳ NT.)
2) территория храмаτάφρον κύκλῳ περὴ τὸ ἱ. καὴ τὸν νεὼν ἔσκαπτον Thuc. — вокруг территории храма и (самого) храма вырыли ров
-
4 κομπαζω
бросать красивые, но пустые фразы, хвастливо говорить, хвастаться(τέν πατρῴαν τέχνην Soph.; μάτην Eur.; τι περὴ αὑτοῦ Plut.)
οὐ κομπάσαιμ΄ ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος εἶναι Aesch. — не стану хвастаться, будто понимаю пророческие изречения;κρείσσον΄ ἐν κυναγίαις Ἀρτέμιδος εἶναι κ. Eur. — хвалиться (своим) превосходством в охоте над (самой) Артемидой;κ. μᾶλλον ἢ τιμωρεῖσθαι Lys. — больше разглагольствовать (о наказаниях), чем наказывать;τίνος δὲ παῖς πατρὸς κομπάζεται ; Eur. — сыном какого же отца слывет (Диомед)? -
5 μελισσονομος
-
6 πολυθυτος
21) сопровождаемый многочисленными жертвоприношениями(πομπαί Pind.)
σφαγαὴ πολύθυτοι Eur. — заклание многих жертв2) в котором совершаются частые жертвоприношения(ἄλσος Ἀρτέμιδος Eur.)
-
7 χορος
ὅ1) хор, хоровод, хороводная пляска с пениемχορὸν ἰέναι и εἰσοιχνεῖν или ἐς χορὸν ἔρχεσθαι Hom. — вступать в хоровод, т.е. принимать участие в хороводной пляске;χ. (ἐγ)κύκλιος или κυκλικός Eur., Plat., Plut. — циклический (круговой) хоровод ( вокруг алтаря Вакха в праздник Дионисий);χορὸν αἰτεῖν Arph., Plut. — просить (у архонта-басилевса) разрешения на устройство хора, т.е. на постановку театральной пьесы с хором;χορὸν διδόναι Plat. — давать разрешение на постановку драматического произведения;2) хороводная песнь(ᾠδαὴ καὴ χοροί Xen.; χορὸν ᾄδειν Plat.)
3) место (площадка) для хора(οἰκία καὴ χοροί, χοροὴ ἠδὲ θόωκοι Hom.)
λειαίνειν χορόν Hom. — выравнивать площадку для хора4) перен. хоровод, толпа, вереница, стая, рой(ἄστρων Eur.; ἰχθύων Soph.; τεττίγων Plat.; κολάκων Xen.)
χ. Μοισᾶν Pind. — сонм Муз;χ. κακῶν Plat. — вереница бед;οἱ χοροὴ οἱ πρόσθιοι ирон. Arph. — передний ряд зубов;τέν δὲ σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν ; Plat. — к какому же разряду отнесем мы мудрость?
См. также в других словарях:
Ἀρτέμιδος — Ἄρτεμις Artemis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρτέμιδος, δήμος — Δήμος (17.391 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, που αποτελείται από την ομώνυμη πόλη (βλ. λ. Άρτεμη) … Dictionary of Greek
Σπέος Αρτέμιδος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στο λαξευμένο σε βράχο ιερό της θεάς λέαινας Βαστ ή Μπαστ (Βούβαστις). Το ιερό αυτό βρισκόταν κοντά στους περίφημους τάφους του Μπένι Χάσαν, κοντά στη σημερινή πόλη Μίνια της Αιγύπτου και στην ανατολική όχθη … Dictionary of Greek
κἀρτέμιδος — Ἀρτέμιδος , Ἄρτεμις Artemis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… … Dictionary of Greek
Βραυρών — Αρχαιολογικός τόπος στη νότια ακτή της Αττικής, στον κολπίσκο της Βραώνας, που διασχίζεται από τον μικρό ποταμό Εράσινο. Η Β. ανήκε στα 12 αρχαία κράτη της Αττικής. Αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν ότι υπήρχε στη θέση αυτή οικισμός από τη… … Dictionary of Greek
Καρυάτιδα — η (AM Καρυᾱτις, ιδος) αρχιτ. κίονας που έχει γυναικεία μορφή και υποβαστάζει τον θριγκό ενός οικοδομήματος (α. «οι Καρυάτιδες τού Ερεχθείου» β. «δειπνεῑν δεῑ ὑποστήσαντα τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ὥσπερ αἱ Καρυάτιδες», Αθήν.) αρχ. 1. ιέρεια τὴς… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
εύκλεια — Αρχαιοελληνική θεότητα που λατρευόταν κυρίως στην Αθήνα. Είχε κοινό ναό με την Ευνομία, χτισμένο με τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα. Βωμοί και αγάλματά της υπήρχαν στη Βοιωτία, στη Λοκρίδα, στην Κόρινθο, στους Δελφούς κ.α. Στον βωμό της θυσίαζαν … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek