Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(Ἀιολέων

См. также в других словарях:

  • Αἰολέων — Αἰολεύς of masc gen pl Αἰολέω̆ν , Αἰολεύς of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰολέων — αἰόλος quick moving masc/fem gen pl (epic ionic) αἰολέω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… …   Dictionary of Greek

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάπολις — Αρχαίες ομοσπονδίες, που συνήθως συγκροτούνταν από την ίδια φυλή και αποτελούνταν από δώδεκα πόλεις. 1. Κοινόν των Αιολέων. Απαρτιζόταν από δώδεκα αιολικές πόλεις της Μικράς Ασίας, που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο: Κύμη, Φρικωνίδα, Λάρισα, Νέον… …   Dictionary of Greek

  • Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • προπαροξυντικός — ή, όν, Μ [προπαροξύνω] (σχετικά με τη βαρυτονία τών Αιολέων) αυτός που συνήθως προπαροξύνει τις λέξεις, που τονίζει στην προπαραλήγουσα («Αἰολεῑς προπαροξυντικοί», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • Αλμών — I Αρχαία ονομασία του μικρού ποταμού Λατίου που εκβάλλει στον Τίβερη, νοτιοδυτικά της Ρώμης. Σήμερα λέγεται Ακουατάτσιο. Στον Α. εξαγνίζονταν κάθε χρόνο στις 27 Μαρτίου όσοι ήθελαν να θυσιάσουν στην Κυβέλη. Εκεί έπλεναν και το ομοίωμα της θεάς,… …   Dictionary of Greek

  • Αλωπεκόνησος — Αρχαία πόλη και όρμος στη χερσόνησο της Καλλίπολης, αποικία Αιολέων, ορμητήριο του Φιλίππου Γ’ της Μακεδονίας για τις επιχειρήσεις του εναντίον της Μαδύτου και Αβύδου …   Dictionary of Greek

  • Γρας — Μυθολογικό πρόσωπο.Ήρωας της αρχαίας Αιολίας, ο πρώτος που πέρασε ως αρχηγός των Αιολέων από την Ευρώπη στην Ασία και αποίκησε ολόκληρο τον χώρο από την Κύζικο έως τον Γρανικό. Ήταν γιος του Εχέλα, ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή του Αρχέλαου, εγγονός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»