-
1 αξόνι(ον)
το маленькая ось, маленький стержень, стерженёк -
2 αξόνι(ον)
το маленькая ось, маленький стержень, стерженёк -
3 αμφις
I(ῐ) adv.1) кругом, вокругἀ. ἐόντες Hom. — стоящие вокруг, окружающие;
ἀ. ἰδών Hes. — оглянувшись вокруг;ἀ. ἔχειν Hom. — (о путах) окружать, связывать2) отдельно, врозьἀ. ἔχειν τι καί τι Hom. — отделять что-л. от чего-л.;
εἴρεσθαι ἀ. ἕκαστα Hom. — спрашивать обо всем в отдельности;ἀ. εἶναι Hom. — быть в разлуке, вдали;ἀ. φράζεσθαι или φρονεῖν Hom. — думать различно, быть в раздоре;ἀ. ἀγῆναι Hom. — сломаться на куски3) с обеих сторонἀ. ἀρωγοί Hom. — заступники той и другой стороны
II(1) вокруг, кругом(ἀ. τινος ἰδεῖν Hom.)
(2) вдали, в стороне от(ἀ. τινος εἶναι Hom.)
(ἄξονι ἀ., Κρόνον ἀ. ἐόντες Hom.)
-
4 αξων
- ονος ὅ1) ось(σιδήρεος Hom.; sc. ἀμάξης Hes.; τροχοὴ ἄξονές τε Eur., Xen.; ἄ., διάμετρος τοῦ κόσμου Arst.)
2) ( в удилах) стержень(οἱ ἄξονες, sc. τοῦ χαλινοῦ Xen.)
3) вращающаяся на оси деревянная таблица, скрижаль с текстом законов(ὡς ἐν τῷ ἄξονι εἴρηται Dem.; οἱ ἄξονες Σόλωνος Plut.)
-
5 παραξεω
См. также в других словарях:
αξόνι — κ. ιο, το (Μ ἀξόνιον) 1. μικρός άξονας 2. το πλατύ ξύλο που συνδέει την άμαξα με τον ζυγό … Dictionary of Greek
ἄξονι — ἄξων axle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκόπτω — ΝΜΑ [κόπτω] προσκρούω, συνήθως με τα πόδια, επάνω σε ένα αντικείμενο, σκοντάφτω νεοελλ. μτφ. συναντώ προσκόμματα, εμπόδια, αδυνατώ να προχωρήσω εξαιτίας δυσχερειών που παρεμβάλλονται στην προσπάθειά μου (α. «η επιχείρηση προσκόπτει στην… … Dictionary of Greek
σιδηρούς — ά, ούν / σιδηροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, α, ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, εσσα, εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, α, ον, και σιδήρειος, είη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α.… … Dictionary of Greek