-
1 ἀγών
ἀγών, ῶνος, ὁ (ἄγω), die Versammlung, der Sammelplatz, νηῶν Il. 16, 239; ϑεῖος ἀγών ist 18, 376 die Götterversammlung, 7, 298 der Tempel; εὐρὺς ἀγών, eine weitgedehnte Schaar, Aeschyl. Ag. 19. – Bes. die Versammlung zu festlichen Spielen, Iliad. 23, 258 ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα, 24, 1 λῦτο δ' ἀγών; der Ort zu solchen Spielen, καλὸν δ' εὔρυναν ἀγῶνα Od. 8, 260; ἐν ἀγῶνι καϑῆσϑαι Il. 23, 495; vgl. Hes. Sc. 312; Thuc. 5, 50. Die gymnischen Kampfspiele, ὁ ἐν Ὀλυμπίῃ ἀγών Her. 6, 127; ἀγῶνα γυμνικὸν τιϑέναι 2, 91; Aesch. 3, 206. Die verschiedenen Arten: ἱππικὸς καὶ γυμνικὸς καὶ χορηγικός, Xen. Hier. 9, 11; μουσικός, Ar. Plut. 1164; Thuc. 3, 104; vgl. Plut. Alex. 4; ἀγῶνες στεφανηφόροι, Kampfspiele, in denen der Sieger einen Kranz bekommt, Her. 5, 102; στεφανῖται, Dem. Lept. 141; Aesch. 3, 179. Dies sind die ἱεροί (vgl. Theocr. 16, 47); andere mit anderen Kampfpreisen, ἀργυρῖται, δωρῖται. – Pind. P. 1, 44 βαλεῖν ἔξω ἀγῶνος, Schranken und Ziel überschreiten; bei Luc. ἔξω τοῦ ἀγῶνος, nicht zur Sache gehörig, z. B. Anach. 21. – Uebh. Wettkampf, Kampf, Trag. u. Prosa, τῶν ὅπλων Ἀχιλλείων, um die Waffen des Achilleus, Soph. Ai. 1219; μάχης Trach. 20; λόγων El. 1482; Plat. Prot. 335 a; ὧν ἔκειτ' ἀγών, worum zu kämpfen, Eur. Suppl. 686; Schlacht, Thue. 2, 89 u. sonst. Auch vom Rechtsstreit: ἀγῶνας ἀγωνί ζεσϑαι πρός τινα Dem. 15, 30; ἀγῶνα κατασκευάζειν τινί 40, 57 ( εἰς ἀγῶνα καϑιστάναι, anklagen, Plat. Rep. VI, 494 e); ἐν τῷ μεγίστῳ ἀγῶνι περὶ τοῦ σώματος καϑέστηκα 40, 13, ich bin in einen Proceß, wo es meine Freiheit gilt, verwickelt. Bei Sp. öffentliche, bes. Leichenreden. Auch Anstrengung, wie Sonh. Trach. 158 die Arbeiten des Herkules nennt; ἐμοὶ ἀγὼν μέγιστός ἐστι τὴν ἀληϑηΐην ἀσκέειν, das ist meine eifrigste Bemühung, Her. 7, 209; Gefahr, ἐν τῷδ' ἀγὼν μέγιστος, darin besteht die größte Gefahr, Eur. Med. 235; νῠν γὰρ περὶ ψυχῶν τῶν ὑμετέρων ὁ ἀγών, jetzt gilt es euer Leben, Xen. Cyr. 3, 3, 44; vgl. Thuc. 3, 44; ἔστι μοι ἀγών, ich habe zu kämpfen, 2, 89 c. inf.; – οὐχ ἕδρας ἀγών, es ist nicht Zeit ruhig zu sitzen, Eur. Or. 1294; vgl. Valck. Phoen. 591.
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Μπάρντο, Εθνικό Μουσείο — (Τυνησίας). Το Ε.Μ.Μ. στην Tύνιδα είναι το σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο των χωρών του Mάγρεμπ και η σπουδαιότερη συλλογή ψηφιδωτών στον κόσμο. Tο μουσείο ιδρύθηκε το 1882 με το όνομα Mουσείο Aλάουι και εγκαινιάστηκε έξι χρόνια αργότερα. Tο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek