-
1 αγρα
эп.-ион. ἄγρη ἥ1) тж. pl. охота, ловля Hom., Soph., Eur., Plat.2) рыбная ловля Hom., Soph.3) способ ловли, охотничий приемδορὸς ἄ. Aesch. — военная добыча
5) дикие звери, дичьδυσαλωτοτέραν τέν ἄγραν ποιεῖν Plat. — делать дичь недоступной, т.е. мешать охоте
-
2 Αγρα
ἡ Агра (атт. дем со святилищем Артемиды-охотницы - Ἄρτεμις Ἀγραία) Plat., Plut. -
3 άγρα
η ловля, охота;§ άγρα ψήφων — погоня за избирательными голосами
-
4 ἄγρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄγρα
-
5 άγρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άγρα
-
6 ἄγρα
1. ловля, охота; 2. добыча, улов.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄγρα
-
7 ἄγρᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄγρᾳ
-
8 Αγραι
-
9 αγρη
-
10 βαλαναγρα
ἥ1) крюк для вынимания дверного болта, ключ Her., Xen.2) дверная задвижка, засов Polyb., Plut. -
11 βουκολησις
-
12 γαλεαγρα
-
13 δαφοινεος
δαφοινεός, δᾰφοινός21) обагренный(εἵμα αἵματι Hom., Hes.)
2) кровавый, окровавленный(πῆμα HH.; Κῆρες Hes.; ἄγρα Pind.; ἀετός Aesch.)
3) кровавокрасный или рыжий(δέρμα λέοντος, θῶες Hom.; λεόντων ἴλα Eur.)
-
14 δαφοινος...
δαφοινός...δαφοινεός, δᾰφοινός21) обагренный(εἵμα αἵματι Hom., Hes.)
2) кровавый, окровавленный(πῆμα HH.; Κῆρες Hes.; ἄγρα Pind.; ἀετός Aesch.)
3) кровавокрасный или рыжий(δέρμα λέοντος, θῶες Hom.; λεόντων ἴλα Eur.)
-
15 δυσαλωτος
21) трудноуловимый, неуловимый(ἄγρα Plat.; τροχίλος, ἰχθύς Arst.)
2) с трудом завоевываемый, неприступный(ἀρχή Aesch.; χωρίον Plut.)
3) недоступный, недостижимыйκακῶν δ. οὐδείς Soph. — никому не избежать злой судьбы
4) трудный для понимания, непостижимый5) неуязвимый ( для болезней), т.е. выносливый, закаленный(σῶμα Plut.)
-
16 ευκερως
-
17 θηρευσις
- εως ἥ1) охота, ловля(θ. τε καὴ ἄγρα Plat.)
2) перен. погоняὀνομάτων θηρεύσεις Plat. — погоня за словами (gen. obj.) или словесные ловушки (gen. subj.)
-
18 κρεαγρα
-
19 λεοντοφυης
-
20 μυαγρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄγρα — ἄγρᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc/acc dual ἄγρᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άγρα — παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ άγρα, χειρ άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός αγαθάγρα, αγκώνας αγκωνάγρα (=… … Dictionary of Greek
άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά … Dictionary of Greek
ἄγρᾳ — ἄγραι , ἄγρα hunting fem nom/voc pl ἄγρᾱͅ , ἄγρα hunting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγρᾳ — Ἄγραι , Ἄγραι hunting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υδροηλεκτρικός Σταθμός Άγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360), στην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άγρα … Dictionary of Greek
ἄγρας — ἄγρᾱς , ἄγρα hunting fem acc pl ἄγρᾱς , ἄγρα hunting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγραι — ἄγρα hunting fem nom/voc pl ἄγρᾱͅ , ἄγρα hunting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγραν — ἄγρᾱν , ἄγρα hunting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρεσίης — ἄγρα hunting fem gen sg (epic ionic) ἀγρεσία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῶν — ἄγρα hunting fem gen pl ἀγρέω take pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀγρός field masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)