-
1 κυλινδω
атт. κυλινδέω (fut. κυλίσω с ῑ - Anth. тж. κυλινδήσω, aor. ἐκύλῑσα; pass.: aor. ἐκυλίσθην, pf. κεκύλισμαι)1) катить, кружить, крутить(μέγα κῦμα Hom.; θῖνα Soph.; κυλινδομένη φλόξ Pind.; τροχὸς κυλίνδεται Arst.)
νεφέλαι κυλινδόμεναι Arph. — клубящиеся облака2) катать, скатывать(λίθους, ὁλοιτρόχους Xen.; ἐκ δίφρων κυλισθείς Soph.; перен. ἁμέραι κυλινδόμεναι Pind.)
πέδονδε κυλίνδετο λᾶας Hom. — камень (Сизифа) скатывался на равнину;πῆμα κ. τινί Hom. — обрушить беду на кого-л.;κλαίων τε κυλινδόμενός τε Hom. — плача и катаясь (по земле);μεταξύ που κυλίνδεσθαι τοῦ τε ὄντος καὴ τοῦ μέ ὄντος Plat. — болтаться где-то между бытием и небытием3) med. странствовать, бродить(κατὰ τὰς νάπας Xen.; περὴ τὰ μνήματα καὴ τοὺς τάφους Plat.)
ἐλπίδας ἐξ ἐλπίδων κ. Plut. — переходить от надежды к надежде;ἐν δικαστηρίοις κ. Plat. — шататься по судам;τοὔνομά τινος ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται Arph. чьё-л. — имя передается из уст в уста ( точнее носится по рынку)4) pass. досл. валяться, перен. коснеть(ἐν ἀμαθίᾳ Plat.)
κ. ἐν πότοις Plut. — проводить жизнь в пьянстве -
2 πολυφθορος
I.2для многих губительный, весьма пагубный(ἁμέραι Pind.; τύχαι Aesch.)
II.21) пораженный многими бедствиями(δῶμα Πελοπιδῶν Soph.)
2) совершенно разрушенный, разоренный(Οἰχαλία Soph.)
См. также в других словарях:
ἁμέραι — ἁ̱μέρᾱͅ , ἥμερος tame fem dat sg (attic doric aeolic) ἁ̱μέραι , ἡμέρα day fem nom/voc pl (doric) ἁ̱μέρᾱͅ , ἡμέρα day fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek