-
1 ατραπός
-
2 ἀτραπός
-
3 ἀτραπός
1 path ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα of the sun in eclipse Pae. 9.5 -
4 ἀτραπός
Grammatical information: f.Meaning: `(foot)path' (Hdt.).Other forms: ἀταρπός (Il.). ἀταρπιτός (Il.), ἀτραπιτός (Od.) after ἁμαξιτός (s. v.; and Kretschmer KZ 38, 129). ἀτραπητός AB 460.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Generally taken as α copulativum and the verbal stem τραπ- seen in τραπέω `tread (grapes)' (s. v.), with o-grade in τροπέοντο ἐπάτουν H. Possible, though the formation is strange. Rather a substr. word given the meaning, and the change αρ\/ρα: with IE words one of the variants is analogical, which seems impossible here. Russ. tropá id. (Fraenkel Gedenkschr. Kretschmer 1, 104) could point to a European substr. word (cf. Beekes 125 J. Idg.)Page in Frisk: 1,180-181Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀτραπός
-
5 ἀτραπός
-οῦ ὁ N 2 0-1-0-2-2=5 JgsB 5,6; Jb 6,19; 24,13; Wis 5,10; Sir 5,9byway, path -
6 ἀτραπός
A short cut, or generally, path, Hom., Hdt.7.215, Ar.Nu.76, Th.4.36, etc.; ἀεὶ μίαν ἀ. πάντες βαδίζουσι [μύρμηκες] Arist.HA 622b25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτραπός
-
7 αταρπιτού
-
8 ἀταρπιτοῦ
-
9 αταρπιτοί
-
10 ἀταρπιτοί
-
11 αταρπιτών
-
12 ἀταρπιτῶν
-
13 αταρπιτόν
-
14 ἀταρπιτόν
-
15 αταρπιτός
-
16 ἀταρπιτός
-
17 αταρποίς
-
18 ἀταρποῖς
-
19 αταρπού
-
20 ἀταρποῦ
См. также в других словарях:
ἀτραπός — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… … Dictionary of Greek
ατραπός — η πολύ στενός δρόμος, μονοπάτι: Στο χωριό οδηγούσε μονάχα μια ατραπός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀταρπιτοί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτοῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτῶν — ἀτραπός fem gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτόν — ἀτραπός fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτός — ἀτραπός fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρποῖς — ἀτραπός fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρποί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρποῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)