1 αστρωτος
(ἄνθρωπος γυμνός τε καὴ ἀνυπόδητος καὴ ἄ. Plat.)
(ἀστρώτῳ πέδῳ πλευρὰς τιθέναι Eur.)
Древнегреческо-русский словарь > αστρωτος