Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(ἀστραπαί

См. также в других словарях:

  • ἀστραπαί — ἀστραπή fiash of lightning fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …   Dictionary of Greek

  • σύμφυλος — ον, ΝΜΑ (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα μσν. αρχ. (για πνευματική ή …   Dictionary of Greek

  • ՓԱՅԼԱՏԱԿՈՒՆՔ — (կանց.) NBH 2 0929 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c գ. ἁστραπή, ἁστραπαί fulgur, fulgura. Յոքնականն բառիցս Փայլատակն, եւ Փայլակն. (զի ոչ լինի ասել փայլակունք. ) փայլակներ. ... *Ձայնք եւ փայլատակունք: Յաճախեաց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»