-
1 πυρωδης
21) огненный, пылающий(ἀστεροπαί Arph.; μαρμαρυγαί Plat.)
2) огненно-красный(τὸ πυρῶδες καὴ λευκόν Arst.)
См. также в других словарях:
ἀστεροπαί — ἀστεροπή lightning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστεροπαίου — Ἀστεροπαί̱ου , Ἀστεροπαῖος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστεροπαίῳ — Ἀστεροπαί̱ῳ , Ἀστεροπαῖος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)