-
1 αιθος
I.31) опаленный, обожженный Arph.2) предполож. рыжий(ἀράχναι Bacchylides ap. Plut.)
3) сверкающий(ἀσπίς Pind.)
II.ὁ пламя, огонь, жар Eur. -
2 εκπηνιζομαι
1) разматывать, тянуть нить, прясть2) перен. ирон. выматывать обратно, т.е. заставлять вернуть(τι Arph.)
-
3 ζωοποιεω
-
4 λειμωνιος
См. также в других словарях:
ἀράχναι — ἀράχνη spider s web fem nom/voc pl ἀράχνᾱͅ , ἀράχνη spider s web fem dat sg (doric aeolic) ἀράχνης spider masc nom/voc pl ἀράχνᾱͅ , ἀράχνης spider masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράχνᾳ — ἀράχναι , ἀράχνη spider s web fem nom/voc pl ἀράχνᾱͅ , ἀράχνη spider s web fem dat sg (doric aeolic) ἀράχναι , ἀράχνης spider masc nom/voc pl ἀράχνᾱͅ , ἀράχνης spider masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίη — ἀραχναί̱η , ἀραχναῖος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίοιο — ἀραχναί̱οιο , ἀραχναῖος of masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίοις — ἀραχναί̱οις , ἀραχναῖος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίοισι — ἀραχναί̱οισι , ἀραχναῖος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίου — ἀραχναί̱ου , ἀραχναῖος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίωι — ἀραχναί̱ῳ , ἀραχναῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίῃς — ἀραχναί̱ῃς , ἀραχναῖος of fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραχναίῳ — ἀραχναί̱ῳ , ἀραχναῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek