-
1 δυσεκλυτως
См. также в других словарях:
ἀραρίσκειν — ἀραρίσκω join pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δυσεκλυτως
ἀραρίσκειν — ἀραρίσκω join pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)