-
1 αραιή
ἀραιόςthin: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀραιή, ἀραιόςthin: fem nom /voc sg (epic ionic) -
2 αραιή
-
3 ἀραιῇ
-
4 αραίη
-
5 ἀραίη
-
6 ἀραιή
Βλ. λ. αραιή -
7 ἁραιή
Βλ. λ. αραιή -
8 ἀραιός
ἀραιός, ά, όν, nach den Atticisten att. ἁραιός; auch bei Hom. so zu lesen nach Herodian., Scholl. Iliad. 18, 411 δασύνεται τὸ ἁραιαί, Scholl. Od. 10, 90 δασυντέον τὸ άραιή; vgl. Scholl. Iliad. 5, 425; – dünn, schmal, eng, schwach; γλώσσῃσιν ἁραιῇσιν, Zungen der Wölfe, Iliad. 16, 161; ἁραιὴ εἴσοδος, eines Hafens, Od. 10, 90; κνῆμαι ἁραιαί, des hinkenden Hephästos, Iliad. 18, 411. 20, 37; χεῖρα ἁραιήν, der unkriegerischen Aphrodite, 5, 425; vgl. Nicias 8 (VII, 200); φωνή Theocr. 13, 59; Qu. Sm. 9, 466; νῆας, leichte, Hes. O. 807, nach Schol. ἐλαφράς; E. M. erkl. βλαπτικάς, u. las wohl ἀραίας. Es bildet bes. den Ggstz zu πυκνός, nicht dicht, sondern einzeln stehend, φάλαγγες ἀραιαί τε καὶ βαϑύτεραι Xen. Lac. 11, 6; ὀμίχλη νέφους ἀραιοτέρα Arist. mund. 4; bes. bei sp. D., z. B. δάφνη Nic. Th. 575, Schol. λεπτόφυλλος; dah. bei Medic. σφυγμός, πνεῠμα, langsam, nach langen Zwischenräumen; – ἀραιὰ γαστήρ Nic. Th. 133, der Unterleib, die Weichen (Dünnung); auch subst. ἡ ἀραιά. – Adv. ἀραιῶς, z. B. ϑύρα ἀρ. ἐπικειμένη Suid.
-
9 ψεδνός
ψεδνός, abgerieben, abgeschabt, bes. mit dünnstehenden, spärlichen Haaren; λάχνη Il. 2, 219; ψεδναὶ χαῖται Crinag. 22 (IX, 430); dah. entblößt, kahl, Luc. Mort. D. 25, 1; Hesych. erkl. ψεδνὴ χέρσος durch ἀραιή, ὀλίγη. Vgl. ψυδνός.
-
10 ἀ-βληχρός
ἀ-βληχρός, ά, όν (euphon. α, vgl. Buttmann Lexil. 2, 262), schwach, Hom. χείρ, Il. 5, 337, die Hand der Aphrodite (v. 425 ἁραιή); τείχεα, Iliad. 8, 178; ϑάνατος, ein sanfter Tod, Od. 11, 135 u. 23, 282; auch Ael. H. A. 9, 11, der daneben ἀνώδυνος setzt, richtiger als entkräftender Tod (VLL. ἀβληχροποιός). Aehnlich κῶμα Ap. Rh. 2, 265 (oder betäubender Schlaf?); νόσος, schleichende Krankheit, Plut. Per. 38 (καὶμῆκος ἔχουσα); περίπατοι, gelinde Spaziergänge, de tu. san. 18. Bei Opp. Cyn. 2, 667 auch γένος πιϑήκων.
-
11 εισοδος
ион. и староатт. ἔσοδος ἥ1) вход(ἀραιή Hom.; τοῦ ἱροῦ Her.; μίαν ἔχειν εἴσοδον Arst.; μάχεσθαι περὴ τῆς εἰσόδου Plut.)
2) право входа(παρὰ βασιλῆα Her.)
3) проникновение(ἥ εἴ. τοῦ ἀέρος ἀναπνοέ καλεῖται Arst.)
4) прибытие, поступление5) приход, посещение(τινος Eur., Lys.)
6) поступления, доход(εἴ. καὴ ἔξοδος Polyb.)
См. также в других словарях:
ἁραιή — ἀραιή , ἀραιός thin fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιῇ — ἀραιός thin fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιή — ἀραιός thin fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραίη — ἀραί̱η , ἀραῖος prayed to fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαυριτανία — I Αρχαίο βασίλειο της Αφρικής. Βρισκόταν Δ της Νουμιδίας, και περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του Μαρόκο και το δυτικό τμήμα της Αλγερίας. Την εποχή του Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία, και επί Αύγουστου (25 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο βασίλειο της… … Dictionary of Greek
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… … Dictionary of Greek
Μάρινερ — (Mariner). Ονομασία αμερικανικών διαστημοπλοίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την εξερεύνηση των εγγύτερων προς τη Γη πλανητών του ηλιακού συστήματος (Ερμή, Αφροδίτης και Άρη). Ειδικότερα, το Μ. 1 εκτοξεύθηκε στις 22 Ιουλίου 1962 με αποστολή να… … Dictionary of Greek
ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… … Dictionary of Greek
ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… … Dictionary of Greek