-
1 ακουαζω
(тж. med.; только praes.) слушать(ἀοιδοῦ Hom.)
θυμῷ ἀ. HH. — слушать с восхищением;δαιτὸς ἀκουάζεσθαι Hom. — быть приглашенным на пир -
2 δασμος
ὅ1) раздел, дележ HH., Hes.ἤν ποτε δ. ἵκηται Hom. — если дело доходит до дележа (добычи)
2) налог, дань(δασμὸν τίνειν Soph. или φέρειν, ἀποφέρειν и ἀποδιδόναι Xen.)
οἱ γιγνόμενοι δασμοί ἐκ τῶν πόλεων Xen. — собранная с городов дань;οἱ τὸν δασμὸν ἀπάξοντες Plut. — сборщики дани;σκληρᾶς ἀοιδοῦ δ. Soph. — дань жестокому певцу, т.е. кровожадному Сфинксу -
3 εκλυω
1) развязывать, отвязывать(ἁρμούς Eur.)
2) разверзать, открывать3) ослаблять, отпускать(τὰ τόξα Her.)
4) расслаблять, лишать сил(τινά Arst.; τέν δύναμιν Plut.)
; преимущ. pass. слабеть, ослабевать, уставать(ἐκλελυμένος πρὸς τὸν πόλεμον Isocr., πρὸς τοὺς πόνους Arst. и διὰ τέν νίκην Plut.)
ἐκλελυμένος τῷ σώματι Arst., Polyb. — изнуренный, усталый;ὅ ἐκλυόμενος ῥοῦς Polyb. — замедленное течение5) ослаблять, уменьшать(τέν ἄγαν λαμπρότητα Plut.)
6) реже med. кончать, прекращать(μόχθον и μόχθων Eur.; ἔριν Dem.; τὰς ταραχάς Plut.; med. πάσας τὰς παρασκευὰς τὰς τοῦ πολέμου Dem.)
ἐκλῦσαι σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμόν Soph. — положить конец дани жестокой певице, т.е. Сфинксу7) уплачивать(δάνειον Plut.)
8) тж. med. освобождать, избавлять(τινά τινος Aesch., Eur., Plut. и τινα ἔκ τινος Plat., Polyb.; med. τινά τινος Hom., Trag., Plat.; ἐκλύσασθαι τοὺς πολιορκουμένος Xen.)
-
4 πολυστροφια
См. также в других словарях:
ἀοιδοῦ — ἀ̱οιδοῦ , ἀοιδάω imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀοιδάω pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) ἀοιδάω imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀοιδός 1 singer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οιτόλινος — Οἰτόλινος, ὁ (Α) επιθανάτιο άσμα προς τιμή τού αρχαίου αοιδού Λίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶτος «μοίρα, πεπρωμένο, θάνατος» + Λίνος, όν. μυθικού αοιδού, «η ωδή τού Λίνου». Πρόκειται πιθ. για ανθρωπωνύμιο] … Dictionary of Greek
Syllable weight — In linguistics, syllable weight is the concept that syllables pattern together according to the number and/or duration of segments in the rime. In classical poetry, both Greek and Latin, distinctions of syllable weight were fundamental to the… … Wikipedia
CALAMUS — I. CALAMUS Aromaticus, cuius mentio Ierem. c. 6. v. 20. Salmasio non nisi Indicus est, quem ideo Arabicum ac Syriacum nonnullis dici vult, quia ex India in Arabiam et Syriam advehebatur. Sed solum in India crevisle falsum, cum Mosis aevô Iudaeis… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Λίνος — Αρχαίο λαϊκό άσμα, συνήθως πένθιμο, με την ονομασία του οποίου πλάστηκε και η μορφή του όμορφου νέου που πέθανε πρόωρα (Λίνος), προς τιμήν του οποίου ψαλλόταν. Βλ. λ. Λίνος· Αίλινος ή Οιτόλινος. * * * Λίνος, ὁ (Α) 1. ονομασία μυθικού αοιδού, γιου … Dictionary of Greek
τοιόσδε — οιάδε, όνδε, ιων. τ. θηλ. και τοιήδε, Α (δεικτ. αντων.) (επιτ. τ. τού τοῑος) 1. τέτοιος δα, τέτοιος όπως... («ἀοιδοῡ τοιοῡδ οἷος ὅδ ἐστί», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με επιτ. σημ.) τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος ή τόσο κακός (α. «τοιόσδε τοσόσδε τε λαός», Ομ … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek
Αναξήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κιθαρωδός από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας (1ος αι. π.Χ.). Ο Μάρκος Αντώνιος τον διόρισε εισπράκτορα των δημόσιων φόρων τεσσάρων πόλεων. O Α. ήταν εξαιρετικά αγαπητός στους συμπατριώτες του που τον τίμησαν σαν θεό. 2 … Dictionary of Greek
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek