-
1 σθενος
- εος τό1) сила, мощь(ἀλκέ καὴ σ. Hom.; τὸ τῆς ἀνάγκης σ. Aesch.; λόγῳ τε καὴ σθένει Soph.)
σ. πολεμίζειν Hom. — боевая мощь;σθένει и ὑπὸ σθένους Soph., Eur. — силой, насильно2) вес, вескость(τῆς ἀληθείας Soph.; ἀγγέλων Aesch.)
3) (вооруженные) силы, войска Hom., Soph.4) огромное количество, множество(πλούτου, ὕδατος Pind.)
5) ( описательно)σ. Ἰδομενῆος Hom. — могучий Идоменей;
Χαλκηδονίου σ. Plat. — могущественный халкедонец, т.е. Трасимах -
2 αδηριτος
21) не ставший предметом спораοὐκ ἔτι ἀ. ἔσται Hom. — теперь-то решится вопрос;
ἔτη δώδεκα κατεῖχον ἀδήριτον (τέν τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίαν) Polyb. — двадцать лет никто у них не оспаривал гегемонии над Грецией2) неодолимый, непобедимый(ἀνάγκης σθένος Aesch.)
См. также в других словарях:
σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… … Dictionary of Greek