-
1 ανθρωπείαι
-
2 ἀνθρωπείαι
-
3 ανθρώπειαι
-
4 ἀνθρώπειαι
-
5 λυμη
дор. λύμα (ῡ) ἥ1) порча, разрушение, вред(κήπους λύμαις ἐχθίσταις φθείρειν Arph.; οὐκ ἂν γίγνοιτο μεγάλη λ. τῇ πόλει Plat.)
2) нанесение увечья, уродование3) позор, поношение, оскорблениеἐπὴ λύμῃ Her. — для поругания
4) pl. нечистоты(ἀνθρώπειαι Polyb.)
-
6 τανθρώπει'
ἀνθρώπεια, ἀνθρώπειοςhuman: neut nom /voc /acc plἀνθρώπειε, ἀνθρώπειοςhuman: masc voc sgἀνθρώπειαι, ἀνθρώπειοςhuman: fem nom /voc pl -
7 τἀνθρώπει'
ἀνθρώπεια, ἀνθρώπειοςhuman: neut nom /voc /acc plἀνθρώπειε, ἀνθρώπειοςhuman: masc voc sgἀνθρώπειαι, ἀνθρώπειοςhuman: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
ἀνθρωπείαι — ἀνθρωπείᾱͅ , ἀνθρώπειος human fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρώπειαι — ἀνθρώπειος human fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀνθρώπει' — ἀνθρώπεια , ἀνθρώπειος human neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπειε , ἀνθρώπειος human masc voc sg ἀνθρώπειαι , ἀνθρώπειος human fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)