Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἀλοιφῇ

См. также в других словарях:

  • ἀλοιφή — anything with which one can smear fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… …   Dictionary of Greek

  • αλοιφή — η 1. το να αλείφει κανείς: Του έκαμε αλοιφή με ιώδιο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφουμε: Του σύστησε και μια θεραπευτική αλοιφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλοιφῇ — ἀλοιφάω daub with pitch pres subj mp 2nd sg (doric) ἀλοιφάω daub with pitch pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀλοιφάω daub with pitch pres subj act 3rd sg (doric) ἀλοιφάω daub with pitch pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλοιφάω daub with pitch… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοίφη — ἀ̱λοίφη , ἀλοιφάω daub with pitch imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλοιφάω daub with pitch pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱λοίφη , ἀλοιφάω daub with pitch imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀλοιφάω daub with pitch pres imperat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιφαῖς — ἀλοιφή anything with which one can smear fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιφαί — ἀλοιφή anything with which one can smear fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιφήν — ἀλοιφή anything with which one can smear fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλοιφάτος — η, ο [αλοιφή] (για πήλινα αγγεία) αυτός που επιχρίεται με αλοιφή για την απόφραξη τών πόρων του …   Dictionary of Greek

  • αλοιφαίος — ἀλοιφαῖος, α, ον (Α) [αλοιφή] ο κατάλληλος για άλειμμα, για αλοιφή …   Dictionary of Greek

  • διάχρισμα — διάχρισμα, το (Μ) 1. μύρο, βάλσαμο, αλοιφή 2. η προετοιμασία για την αλοιφή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»