-
1 ακτίνες
-
2 ἀκτῖνες
-
3 ακτίνα
[-ις (ίνος)] η1) луч; ακτίνες τού ηλίου лучи солнца; κοσμικές ακτίνες космические лучи; ακτίνες Χ рентгеновские лучи; υπεριώδεις ακτίνες ультрафиолетовые лучи; υπέρυθρες ακτίνες инфракрасные лучи; 2) прям., перен. радиус;ακτίνα κύκλου — радиус круга;
ακτίνα ενεργείας ( — или δράσεως) — радиус действия;
3):ακτίνα (τροχού) — спица (колеса)
-
4 ἀκτίς
A ray, beam: Hom. only dat. pl.,ἀκτῖσιν Od.5.479
, 19.441.ἀκτίνεσσιν 11.16
, Il.10.547 ;Ἠελίοιο ἀκτῖνες Mimn.11.6
, cf. Emp.84, Ar.Av. 1009, Arist.Mete. 374b4, etc.; sg., S.Tr. 685, cf. ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα, i.e. from south, S. OC 1247; ἀκτῖνες μέσαι noonday, E. Ion 1136; τὰ πρὸς ἀκτῖνα ἔθνη peoples of the East, Philostr. V A2.2:— of lightning,ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Pi.P. 4.198
;ὦ Διὸς ἀκτίς, παῖσον S.Tr.10
<*>6;πυρός Sopat.13
, Pl.Ti. 78d; of the eyes, ἀκτῖνας προσώπου, Pi.Fr. 123, cf. Ar.V. 1032; visual rays, Hipparch. ap. Placit.4.13.9.2 metaph., brightness, splendour, glory, ἀ. ἀγώνων, καλῶν ἐργμάτων, Pi.P.11.48, I.4(3).42; ἀκτῖνες ὄλβου splendid fortunes, Id.P.4.255.3 ray shot from the left by planet to planet (opp. ὄψις, q.v.), Heph.Astr. 1.16, Porph.Intr.p.189; τὴν ἀ. ἐπιφέρων Vett. Val. 136.19, cf. Ptol. Tetr. 126. -
5 ξανθός
A yellow, of various shades, freq. with a tinge of red, brown, auburn, ;ἔστι δὲ τὸ ξ. ἐν τῇ ἴριδι χρῶμα μεταξὺ τοῦ τε φοινικοῦ καὶ πρασίνου χρώματος Arist.Mete. 375a11
;ξανθὸν ἐρεύθεσθαι AP12.97
(Antip.): in [dialect] Ep. mostly used of fair, golden hair, ξ. κόμη, χαίτη, of Achilles, Il.1.197, 23.141 ; ξ. τρίχες, of Odysseus, Od.13.399, 431 ; κάρη ξ. Μενέλαος (but usu. ξ. M. alone) 15.133 ; also of women,ξ. Ἀγαμήδη Il.11.740
; (but ξ. Δημήτηρ golden corn, Il.5.500, etc.) ; so later, of Helen, Sapph.Supp.13.5 ; of Athena and the Graces, Pi.N.10.7, 5.54 ; of Harmonia, E.Med. 834 (lyr.) (but in later Gr. of complexion, Cleom.2.1) ; of dyed hair,τὴν γυναῖκα τὴν σώφρον' οὐ δεῖ τὰς τρίχας ξ. ποιεῖν Men.610
; also of horses, bay,ἵππων ξ. κάρηνα Il.9.407
, cf. 11.680 ;ξ. πῶλοι Alc.Supp.8.14
, S.El. 705 ;βοῶν ξανθὰς ἀγέλας Pi. P.4.149
;ξ. λέων Id.Fr. 237
;πώλου δίκην, ἥ τις.. θέρος θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο S.Fr.659.4
, etc.2 after Hom. of all kinds of objects,ἄρτοι ξ. Xenoph.1.9
; ξανθῶν σπονδὰς μελιτῶν v.l. in Emp. 128.7 ;ἴων ξ. ἀκτῖνες Pi.O.6.55
; ξ. νεφέλα, of gold, ib.7.49 ;μέλι Simon.47
;φλόξ B.Fr.3.4
;ἀκτῖνες πυρός Sopat.13
; ; of wine,ξ. Ἀφροδισία λάταξ S.Fr. 277
(lyr.) ; of a roast pigeon, Ar. Ach. 1106 ; ξανθαῖσιν αὔραις ἀγάλλεται exults in its yellow fragrance, of a fried fish, Antiph.217.22 : in Medic., freq. of bile, Hp.VM19, etc.: [comp] Comp. : [comp] Sup.-ότατος, βόστρυχοι Pherecr. 189
.II Ξάνθος, parox., as pr. n.,1 a stream of the Troad, so called by gods, by men Scamander, Il.20.74, etc.2 a horse of Achilles, Bayard, the other being Βαλίος, Piebald, 16.149.3 name of a man, D.H.1.28, etc.4 fem., a city of Lycia, Hdt.1.176, etc. -
6 ἀκτίς
ἀκτίς, ῖνος, ἡ (Hom.+; ins [e.g. IAndrosIsis 8]; LXX, En, TestAbr AB; TestJob; TestNapht 5:4; JosAs 5:6; 14:4 cod. A [p. 59, 5 Bat.]; SyrBar 12:3; GrBar; SibOr 3, 803; later form ἀκτίν, s. the foregoing) ray, beam of the sun (Straton of Lamps. [300 B.C.], Fgm. 65a Wehrli [’50] τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες; Ps.-Pla., Axioch. 13, 371d; Diod S 3, 48, 3; Wsd 2:4; 16:27; Sir 43:4; Philo, Conf. Lingu. 157; Jos., Ant. 19, 344; Herm. Wr. 10, 4b; Ath. 10, 3) B 5:10; ApcPt 5:15. Of the heavenly radiance of angels ApcPt 3:7 Funk (cp. En 106:5, 10 ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου). ἐξ αὐ[τῶν ἀκτῖν]ες πυρός 11, 26 (restored by Diels), [φλόγ]ες James (s. Klostermann mg. ad loc.).—DELG. -
7 πυρσο-βόλος
πυρσο-βόλος, Feuerstrahlen werfend; ἀκτῖνες, Strat. 38 (XII, 196); Maneth. 4, 438.
-
8 στεροπή
στεροπή, ἡ, = ἀστεροπ ή, ἀστραπή, der Blitz; πᾶς δ' ἄρα χαλκῷ λάμφ' ὥστε στεροπὲ πατρὸς Διός, Il. 11, 66, vgl. 84; Hes. Th. 845; λαμπραὶ δ' ἦλϑον ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι, Pind. P. 4, 198; Zeus heißt στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, 6, 24; übh. Glanz, χαλκοῠ, Il. 11, 83 u. öfter; βροντῇ στεροπ ῇ τε, Aesch. Suppl. 34; Prom. 1086; Soph. Ai. 250; u. von der Sonne, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέϑων, Trach. 99; ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Βορέας, Ibyc. 1; sp. D., wie Ep. ad. 8 (VII, 87). – S. auch nom. pr.
-
9 ἀκτῆρες
-
10 ἀνα-πτυχή
ἀνα-πτυχή, p. ἀμπτ., ἡ, die Eröffnung, ἡλίου Eur. Hipp. 601, nach Hesych. Aufgang der Sonne, nach Schol. das ausgebreitete Sonnenlicht, ἀκτῖνες. So αἰϑέρος Eur. Ion. 1445, der weit geöffnete Raum des Aethers; Soph. οὐρανοῦ ἀναπτυχή frg. 655; aber Eur. El. 863 ὄμμα τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ' ἐλεύϑεροι, ich kann frei das Auge aufschlagen.
-
11 ἀμαρῡγή
-
12 ὑπέρ-λαμπρος
ὑπέρ-λαμπρος, übermäßig hell, glänzend, ἀκτῖνες Ar. Nubb. 562; – laut, ὑπέρλαμπρον ὀλολύζειν Dem. 18, 259; – berühmt, Sp.
-
13 ἠλέματος
ἠλέματος (vgl. ἠλεός u. μάταιος, od. μάτος ist als bloßes Suffixum u. das Wort nicht als zusammengesetzt anzusehen), thöricht, eitel, vergebens, ὦ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς ( conj. für ἀδαμάτω) Theocr. 15, 4; oft in der Anth., φαντασίη Agath. 76 (XI, 350), χερὸς ἑκηβολία Paul. Sil. 45 (VI, 75); ἠλέματα πτώσσουσι κενὸν φόβον Opp. Hal. 4, 590; βροντή Sotad. bei Ath. XIV, 621 b; ἀκτῖνες, nichtige, falsche, Claudian. 2 (IX, 139). Auch von Personen, Tim. D. L. 4, 42. – Adv. ἠλεμάτως, Ap. Rh. 4, 1206; in dor. Form ἀλεμ., Callim. Cer. 91.
-
14 ακτις
- ῖνος ἥ1) луч(ἠελίοιο Hom., Aesch.)
ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα (sc. ὄντος τοῦ ἡλίου) Soph. — в среднем направлении южных лучей, т.е. на юге;πρὸς τελευτώσας ἀκτῖνας Eur. — на запад2) сверкание(ἀκτῖνες στεροπᾶς Pind.)
3) молния(Διὸς ἀ. Soph.)
4) сияние, слава(ἐργμάτων, ἀγώνων Pind.)
5) спица (sc. τῆς τροχιᾶς Anth.) -
15 αποστομοω
-
16 αποσχιζω
2) отрывать(μυρσίνης φόβην Eur.)
3) отделять, ответвлять(ποταμὸς ἀπέσχισται ἀπὸ τοῦ Βορυσθένεος Her.; ἀποσχιζόμεναι ἀπὸ τῶν ὄψεων ἀκτῖνες Arst.)
φεύγειν τινὰ καὴ ἀποσχίζεσθαι Plat. — избегать общения с кем-л.4) отвлекать, склонять к отпадению(τινά Plat., Plut. и τινὰ ἀπό τινος Her.)
5) прерыватьἀ. τινὰ τοῦ λόγου Arph. — перебивать чью-л. речь
-
17 ενδιαω
(impf. iter. Theocr. ἐνδιάασκον)1) (на открытом воздухе) жить, обитать(ἥ ὀλολυγὼν ἐνδιάουσα βάτοις, перен. μνήμη τινὸς ἐνὴ τεύχεσι βίβλων ἐνδιάει Anth.)
2) пасти под открытым небом(μῆλα Theocr.)
3) тж. med. блистать, сиять, сверкать(ἐλπὴς ἐνδιάει τοῖς ὄμμασι Anth.; ἀκτῖνες ἐνδιάονται HH.)
-
18 ηλιος
эп. преимущ. ἠέλιος, дор. ἀέλιος и ἅλιος (ᾱ) ὅ1) солнцеἡλίου κύκλος Trag., Arst. — солнечный диск;
ἡλίου θάλπη Aesch., θάλπος Eur. и καύματα Soph. — солнечный зной;ἠέλιος ἀνόρουσε Hom. — солнце взошло;ἅμ΄ ἠελίῳ ἀνιόντι Diod. — с восходом солнца;ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца;δύσετο ἠέλιος Hom. — солнце зашло;ἀφ΄ ἡλίου ἀνιόντος μέχρι δυομένου Aeschin. — от восхода солнца до (его) заката;ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Thuc. — быть освещенным солнцем;μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου Xen. — незадолго до захода солнца;περὴ ἡλίου ἔκλειψιν Xen. — во время солнечного затмения;ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Hom. — видеть солнечный свет, т.е. быть в живых, жить;ὑπ΄ ἠελίῳ Hom., ὑφ΄ ἡλίῳ Eur., ὑπὸ ἡλίου Thuc., ὑπὸ τὸν ἥλιον Dem. — под солнцем, т.е. на земле, на свете;οὐκέτ΄ εἶναι ὑφ΄ ἁλίῳ Eur. — не быть больше в живых2) место восхода солнца, востокπρὸς ἠῶ τ΄ ἠέλιόν τε Hom., πρὸς ἠῶ τε καὴ ἡλίου ἀνατολάς или πρὸς ἠῶ τε καὴ ἥλιον ἀνατέλλοντα Her. — к востоку, на восток;
οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες Her. — восточные эфиопы3) дневной путь солнца, т.е. деньφῶς ἓν ἡλίου Eur. — свет одного дня, т.е. всего лишь один день;
ἁλίῳ ἀμφ΄ ἑνί Pind. — в течение одного лишь дня;ἡλίους δέκα Luc. — десять дней4) солнечная жара, знойὁ ἥ. πολύς Luc. — сильная жара;
οἱ ἥλιοι καὴ τὸ πνῖγος ἐλύπει Thuc. — зной и духота мучили (пленников)5) солнечный свет(ἐκ τοῦ ἡλίου εἰς τὸ σκότος ἰέναι Arst.; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι Plut.)
6) светлое настроение, ясность(τῆς ψυχῆς Plut.)
-
19 λαμπρος
31) светлый, сияющий, яркий(φάος ἠελίοιο Hom.; ἀκτῖνες Pind.; ἡλίου σέλας Soph.; ἀστήρ NT.)
; блестящий, сверкающий(φάλοι, κόρυθες Hom.)
; светлый, блистающий, яркий(ὅ χιτών Hom.: ἐσθής NT.)
; светлый, лучезарный(κάλλος Plat.)
2) чистый, прозрачный(αἰθήρ Eur.; ὕδωρ Aesch.)
3) чистый, ясный(φωνή Dem.; φώνημα Luc.)
λαμπρὰ κηρύσσειν Eur. — громогласно возвещать;λαμπρὸν ἀνολολύζειν Plut. — громко возопить4) ясный, отчетливый, четкий(ἴχνη Xen.)
5) ясный, явный, бесспорный(νίκη Thuc.; μαρτύρια Aesch.)
6) славный, знаменитый(ἐν Ἀθήνῃσι, ἐν τοῖσι ιτολέμοισι, ἔργον Her.; βίος Soph.)
7) пышный, окруженный блеском(λ. καὴ πλούσιος Dem.)
8) величавый, возвышенный(ἔπη Soph.)
9) щедрый(ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr.; πρὸς τὰ χρήματα Plut.)
10) великолепный, горделивый(ἵππος Xen.)
11) блистательный, цветистый(λέξις Arst.)
12) сияющий, радостный(ὄμματι Soph.)
13) полный жизни, цветущий(ὥρα ἡλικίας Thuc.)
14) сильный, резкий(ἄνεμος Her.)
15) ожесточенный(μάχη Polyb.)
16) серьезный, грозный(κίνδυνος Polyb.)
λ. φανήσεται Eur. — (Эврисфей) явится, словно гроза -
20 μαρμαριζω
(только part. praes.)1) блистать, сверкать(ἀκτῖνες μαρμαρίζοισαι Pind.)
2) быть твердым как ( или похожим на) мрамор(πέτρα μαρμαρίζουσα Diod.)
См. также в других словарях:
ακτίνες Χ — Ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες με συχνότητα πολύ μεγαλύτερη από τη συχνότητα του φωτός και, αντίστοιχα, με μήκος κύματος πολύ μικρότερο (από 10 8 εκ. μέχρι 10 11 εκ.). Τις ανακάλυψε το 1895 ο Κόνραντ Βίλχελμ Ρέντγκεν (βλ. λ.). Οι α. Χ παράγονται… … Dictionary of Greek
ἀκτῖνες — ἀκτίς ray fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοδικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία αποτελούμενη από ηλεκτρόνια, τα οποία εκπέμπονται από την επιφάνεια της καθόδου ενός σωλήνα εκκένωσης, που ονομάζεται σωλήνας Κρουκς με υψηλό κενό (η πίεση του αερίου πρέπει να είναι κατώτερη από 10 3 χιλιοστά υδραργύρου) … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
γάμμα, ακτίνες — Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται κατά την αποδιέγερση του πυρήνα ορισμένων ραδιενεργών στοιχείων. Δημιουργούνται επίσης κατά την εξάπλωση των σωματιδίων. Διακρίνονται από τις ακτίνες α και β λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek