-
1 αγυια
эп. тж. ἄγυιᾰ (ᾰγ) ἥ1) улица (sc. πόλεως Hom.; Θηβαῖαι ἀγυιαί Soph.; ἥ ἀ. ἥ πρὸς τὸ βασίλειον φέρουσα Xen.)2) дорога(Ἑλλάδος ἀγυιαί Eur.)
σκιόωντο ἀγυιαί Hom. — на дорогах стемнело3) pl. селение, город Pind. -
2 ευρυχορος
21) обширный(Λακεδαίμων Hom.; Λιβύη Pind.)
2) широкий(ἀγυιαί Pind., Eur.)
3) просторный, большой(οἶκος Anth.)
-
3 ευστεφανος
эп. ἐϋστέφανος 21) красиво увенчанный или красиво опоясанный(Ἄρτεμις Hom.; Δημήτηρ HH.; Κυθέρεια Hes.)
2) увитый красивыми гирляндами(θεῶν θυσίαι Arph.)
3) обнесенный крепкой стеной, сильно укрепленный(Θήβη Hom., Hes.; Μυκῆναι Hom.; ἀγυιαί Pind.)
-
4 λευκιππος
-
5 ξεστος
31) выстроганный, выглаженный, выскобленный, гладкий(τράπεζα, ἐλάτη, δίφρος Hom.)
2) (обтесанный, полированный(λίθοι Hom., Her.; μνῆμα Plut.); 3) построенный из тесаного камня (αἴθουσαι Hom.; ἀγυιαί, τύμβος Eur.)
-
6 σκιαω
См. также в других словарях:
ἀγυιαί — ἀγυιά fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… … Dictionary of Greek
λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές … Dictionary of Greek