Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(ходит)

  • 1 привходить

    -ходит, μτχ. ενστ. -дящий
    ρ.δ. συμπληρώνω προστίθεμαι, συνενώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привходить

  • 2 едва

    едва
    нареч
    1. (лишь только) μόλις:
    \едва рассвело, как мы тронулись в путь μόλις ξημέρωσε, ξεκινήσαμε·
    2. (с трудом) μόλις (καί μετά βίας):
    он \едва ходит μόλις καί μετά βίας περπατάει·
    3. (чуть) μόλις (καί) ἐλάχιστα:\едваосвещенная комната δωμάτιο πού μόλις φωτίζεται· \едва слышно μόλις κι ἀκούγεται· ◊ \едва не... παραλίγο, παρ' ὀλίγον, σχεδόν--μόλις καί μετά βίας· \едва ли не... πολύ πιθανό, διόλου ἀπίθανο (δτι)..., σχεδόν \едва ли εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο.

    Русско-новогреческий словарь > едва

  • 3 туча

    ту́ч||а
    ж
    1. τό σύννεφο[ν], τό νέφος:
    грозовая \туча τό μαϋρο σύννεφο·
    2. (множество) τό σύννεφο, τό στίφος:
    \туча пыли τό σύννεφο σκόνης· му́хи летали \тучаами οἱ μῦγες πετούσανε σύννεφο· ◊ смотреть \тучаей εἶμαι σκυθρωπός, βαρύθυμος· ходит \тучату́чей εἶναι κατσοιχριασμένος.

    Русско-новогреческий словарь > туча

  • 4 деревяшка

    θ.
    1. κούτσουρο, ξύλο. || άνθρωπος αναίσθητος, απαθής, χαυνος.
    2. ξύλινο πόδι, ξυλοπόδαρο•

    он ходит на -е αυτός βαδίζει σε ξυλοπόδαρο.

    Большой русско-греческий словарь > деревяшка

  • 5 едва

    επίρ. κ. σύνδ. υποτακ.
    1. μόλις.
    2. ελάχιστα•

    он едва хромает αυτός ελάχιστα (πολύ λίγο) κουτσαίνει.

    3. με δυσκολία, δύσκολα•

    он едва ходит αυτός μόλις μπορεί και βαδίζει.

    4. παραλίγο, λίγο έλειψε να•

    он едва не упал αυτός παραλίγο να πέσει•

    εκφρ.
    едва едва едва – (επιτακ.) μόλις-μόλις•
    едва ли – είναι αμφίβολο•
    едва ли он придет скоро – αμφιβάλλω αν θα έρθει γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > едва

  • 6 заспанный

    επ. από μτχ.
    μαχμουρλής, μαχμούρης, -ρλίδικος, υπναλέος•

    -ое лицо μαχμουρλίδικο πρόσωπο•

    -ые глаза μαχμουρλίδικα μάτια•

    ходит каждый день -ая γυρίζει κάθε μέρα μαχμουρλού•

    заспанный вид υπναλέα όψη.

    Большой русско-греческий словарь > заспанный

  • 7 насилу

    επίρ.
    με μεγάλη δυσκολία, μόλις και μετά βίας•

    он так слаб, что насилу ходит αυτός είναι τόσο αδύνατος, που μόλις μπορεί και σέρνει τα πόδια του ή να βαδίζει.

    || επιτέλους.

    Большой русско-греческий словарь > насилу

  • 8 неделями

    επίρ.
    βδομάδες•

    ученик неделями не ходит в школу ο μαθητής βδομάδες τώρα δεν πηγαίνει στο σχολείο.

    Большой русско-греческий словарь > неделями

  • 9 посуху

    επίρ.
    σε στεγνό, ξηρό μέρος•

    рыба посуху не ходит παρμ. στη στεριά δε ζει το ψάρι.

    Большой русско-греческий словарь > посуху

  • 10 сапоги

    -пот, -ам πλθ. (ενκ. сапог -а α.)
    1. μπότες•

    кожаные -и δερμάτινες μπότες.

    2. ενκ. сапог (απλ.) άνθρωπος απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος• ανόητος.
    εκφρ.
    валяные сапогиβλ. валенки; в сапогах ходит αξίζει (κοστίζει) ακριβά•
    под -ом – κάτω από τη μπότα (υπο την εξουσία, υπο τον ζυγόν, κάτω από τη σκλαβιά).

    Большой русско-греческий словарь > сапоги

  • 11 сапожки

    -жек κ. сапожки, -ов πλθ. (ενκ. сапожок -жка α.) μποτίτσες.
    εκφρ.
    в -ах ходит – αξίζει (κοστίζει) ακριβά.

    Большой русско-греческий словарь > сапожки

  • 12 слух

    α.
    1. ακοή• αυτί•

    ухо слух орган -а το αυτί είναι όργανο της ακοής•

    острый слух οξεία ακοή•

    это противно -у αυτό χτυπά άσχημα στο αυτί.

    || μουσική αίσθηση, αυτί•

    играть, петь по -у παίζω, τραγουδώ με το αυτί (χωρίς νότες)•

    музыкальный слух μουσικό αυτί•

    хороший слух καλό (μουσικό) αυτί.

    2. μτφ. είδηση, αγγελία, φήμη•

    циркулировали разные -и κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες•

    о них не было -а γι αυτούς δεν υπήρχε καμιά είδηση.

    εκφρ.
    на слух – με το αυτί, εξ ακοής, αφουγκρα-ζόμενος•
    по -ам – ακουστά•
    я его знаю только по -ам – τον έχω μόνο ακουστά•
    обратиться ή превратиться в слух – εντείνω την ακοή, τεντώνω τ αυτί, είμαι όλος αυτιά•
    ходит слух – κυκλοφορεί η φήμη, φημολογείται.

    Большой русско-греческий словарь > слух

  • 13 чесать

    чешу, чешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. чесанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.δ.
    1. ξύνω (για να μαλακώσει η φαγούρα).
    2. χτενίζω•

    чесать волосы χτενίζω τα μαλλιά.

    3. ξαίνω, λαναρίζω.
    4. (εκ)καθαρίζω•

    чесать хлопок καθαρίζω το βαμπάκι.

    εκφρ.
    чесать затылок ή в затылке – ξύνω το κεφάλι (για σκέψη, αμηχανία).
    1. ξύνομαι•

    он ходит и -ется αυτός βαδίζει και ξύνεται.

    2. με τρώει•

    тело моё -ется το κορμί μου με τρώει (θέλει ξύσιμο).

    3. χτενίζομαι.
    4. ξαίνομαι, λαναρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > чесать

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»