Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(улицы)

  • 1 длина

    длин||а́
    ж τό μήκος, τό μάκρος, ἡ μα-κρότητα [-ης]:
    пять метров в \длинау πέντε μέτρα μάκρος· \длина улицы τό μήκος τοῦ δρόμου· меры \длинаώ τά μέτρα μήκους· рас-тяну́ться во всю \длинау́ ξαπλώνομαι μακρύς πλατύς.

    Русско-новогреческий словарь > длина

  • 2 пусте||ть

    пусте||ть
    несов ἀδειάζω / γίνομαι ἔρημος (становиться безлюдным):
    улицы \пусте||тьют οἱ δρόμοι γίνονται ἔρημοι.

    Русско-новогреческий словарь > пусте||ть

  • 3 другой

    1. αντων. άλλος, έτερος•

    и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•

    приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•

    он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•

    и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•

    тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•

    кто-то другой κάποιος άλλος•

    никто другой κανένας άλλος•

    с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•

    -ими словами μ' άλλα λόγια.

    2. διάφορος, διαφορετικός•

    после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•

    зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.

    || αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•

    перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•

    πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•

    не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.

    3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•

    уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•

    на -день την άλλη μέρα•

    один за -им ο ένας μετά τον άλλον.

    || κάποιος, άλλος•

    -ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,

    εκφρ.
    смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > другой

  • 4 заполонить

    ρ.σ.μ.
    1. (παλ. κ. διαλκ.) αιχμαλωτίζω. || μτφ. κάνω κάποιον υποχείριο, σαγηνεύω.
    2. γεμίζω, κατακλύζω•

    толпа -ла улицы το πλήθος κατέκλυσε τους δρόμους.

    Большой русско-греческий словарь > заполонить

  • 5 кипеть

    -плю, -пишь
    ρ.δ.
    1. βράζω, κοχλά ζω•

    вода в чайнике -ит το νερό στο τσαερό βράζει•

    кипеть медленно σιγοβράζω.

    || αφρίζω, φουσκώνω (για μπύρα, κρασί κ.τ.τ.).
    2. μτφ. αφθονώ, είμαι γεμάτος, βρίθω•

    улицы -ли толпами народа οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αποπλήθη λαού.

    3. μτφ. κατέχομαι από σφοδρό αίσθημα, πάθος κ.τ.τ. кипеть гневом βράζω από θυμό•

    в нём -ит злоба μέσα του βράζει από κακία.

    || διεξάγομαι έντονα•

    бои -ли διεξάγονταν σφοδρές μάχες•

    работа -ит βράζει η δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > кипеть

  • 6 мёртвый

    επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы
    1. νεκρός, πεθαμένος•

    -ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•

    приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.

    2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•

    мёртвый вид νεκρική όψη•

    -ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•

    на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•

    мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•

    -ые знания νεκρές γνώσεις•

    -ые краски εξίτηλα χρώματα.

    3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.
    εκφρ.
    - ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•
    - ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•
    мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•
    - ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.
    4. (αερπ.) το λούπιγκ•
    - ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•
    - ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•
    - ая природа – νεκρή φύση•
    - ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•
    мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•
    мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•
    мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•
    мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•
    ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•
    пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•
    спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > мёртвый

  • 7 опустеть

    -ет ρ.σ.
    1. εκκενώνομαι, αδειάζω•

    кошелк -л το πορτοφόλι άδειασε.

    2. ερημώνω, ερημώνομαι•

    ночью улицы города -ли τη νύχτα οι δρόμοι της πόλης ερήμωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > опустеть

  • 8 отнести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс
    -несла.
    -лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.

    || μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•

    отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.

    2. παρασύρω•

    ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•

    течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.

    || μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•

    сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.

    || απομακρύνω, αναμερώ•

    отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.

    3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•

    отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.

    4. αναβάλλω•

    отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.

    || αποκόπτω, κόβω μονομιάς.
    1. (συμπερι) φέρομαι•

    он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•

    отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.

    || δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•

    он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.

    2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•

    к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•

    это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.

    Большой русско-греческий словарь > отнести

  • 9 параллельный

    επ. βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. (μαθ.) παράλληλος•

    -ые линии οι. παράλληλες γραμμές•

    -ые улицы οι παράλληλοι οδοί.

    2. συμπίπτων, ίδιος, όμοιος.
    3. σύγχρονος, ταυτόχρονος.
    εκφρ.
    - ое соединение – (ηλεκτρ.) Ή παράλληλη ένωση.

    Большой русско-греческий словарь > параллельный

  • 10 переименование

    ουδ.
    μετονομασία•

    улицы μετονομασία της οδού.

    Большой русско-греческий словарь > переименование

  • 11 пересечь

    -секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. переск, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διατέμνω, κόβω•

    пересечь вервку κόβω την τριχιά.

    2. διασχίζω, διέρχομαι, διαβαίνω, περνώ•

    пересечь линию фронта περνώ τη γραμμή του μετώπου•

    пересечь улицу περνώ το δρόμο.

    3. διασταυρώνω.
    4. εμποδίζω, φράζω•

    пересечь дорогу кому-н κόβω το δρόμοκάποιου.

    διασταυρώνομαι•

    улицы -клись οι οδοί διασταυρώθηκαν•

    οι γραμμές διασταυρώθηκαν. || μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι, σταματώ•

    разговор перескся η συνομιλία διακόπηκε.

    -секу, -сечёшь
    -секут, παρλθ. χρ. пересёк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересечённый, βρ: -чён, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μαστιγώνω (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > пересечь

  • 12 поворот

    α.
    1. στροφή• στρίψιμο, γύρισμα•

    поворот винта στρίψιμο της βίδας.

    2. καμπή: поворот улицы, реки καμπή της οδού, του ποταμού.
    3. μτφ. αλλαγή, μεταβολή, μεταλλαγή, μετατροπή•

    коренной поворот ριζική αλλαγή-- в на-строниях αλλαγή στις διαθέσεις•

    поворот к лучшему στροφή (τροπή) προς το καλύτερο•

    обратный поворот μεταστροφή.

    εκφρ.
    от ворот поворот получить – παίρνω αρνητική απάντηση ή την απο-ξηλωμένη.

    Большой русско-греческий словарь > поворот

  • 13 прислушаться

    ρ.σ.
    1. αφουγκράζομαι, αυτιά-ζομαι, τεντώνω τ αυτί ή τ αυτιά.
    2. μτφ. παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•

    прислушаться к советам друга ακούω τις συμβουλές του φίλου.

    3. συνηθίζω (για ήχο κ.τ.τ.)• прислушаться к шуму улицы συνηθίζω στο θόρυβο του δρόμου.

    Большой русско-греческий словарь > прислушаться

  • 14 прямолинейный

    επ., βρ: -неен, -неина, -о
    1. ευθύγραμμος, ευθύς• ίσιος•

    -ое направление ευθεία κατεύθυνση•

    -ые улицы ίσιοι δρόμοι.

    2. μτφ. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης• ντόμπρος.

    Большой русско-греческий словарь > прямолинейный

  • 15 пустеть

    -еет ρ.δ. αδειάζω, εκκενώνομαι. || μτφ. ερημώνομαι (από κατοίκους)•

    улицы ночью -еют οι δρόμοι τη νύχτα ερημώνουν.

    Большой русско-греческий словарь > пустеть

  • 16 тот

    та, то (αντων.).
    1. εκείνος, -η -ο•

    тот ученик εκείνος ο μαθητής•

    та женщина εκείνη η γυναίκα•

    то яблоко εκείνο το μήλο•

    ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•

    с того дня από εκείνη τη μέρα•

    с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•

    тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•

    на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.

    || (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•

    я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•

    собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.

    || αυτός, -ή, -ό•

    тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•

    с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.

    2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•

    тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.

    εκφρ.
    тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•
    до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•
    тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•
    не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•
    не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•
    то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•
    ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•
    ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•
    ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•
    тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > тот

  • 17 угол

    угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.
    1. η γωνία•

    угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•

    угол стола γωνία του τραπεζιού•

    угол улицы η στροφή της οδού•

    стоять на -у στέκομαι στη γωνία.

    || στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•

    угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.

    2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).
    3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.
    4. (μαθ.) γωνία•

    прямой угол ορθή γωνία•

    угол тупой угол αμβλεία γωνία•

    острый угол οξεία γωνία•

    двухгранный угол δίεδρη γωνία•

    угол падения γωνία πτώσης•

    угол отражения γωνία αντανάκλασης•

    угол прицела γωνία σκόπευσης•

    угол зрения γωνία όρασης.

    εκφρ.
    из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•
    под -ом – υπο γωνία•
    красный ή передний уголπαλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•
    прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•
    по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•
    из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω.

    Большой русско-греческий словарь > угол

  • 18 улица

    θ.
    1. οδός (μεταξύ κτιρίων)•

    ленина οδός Λένιν•

    глухая улица ερημική οδός•

    улица колокотрониса οδός Κολοκοτρώνη.

    2. το έξω, ο ανοιχτός χώρος (ο εκτός οικοδομής χώρος)•

    на -е было темно έξω ήταν σκοτάδι•

    мальчик вышел на -у το παιδάκι βγήκε έξω (στο δρόμο)•

    он только что пришл с улицы αυτός μόλις ήρθε απ έξω.

    3. μτφ. περιβάλλον κακής διαπαιδαγώγησης, δρόμος•

    дети -ы παιδιά του δρόμου•

    девочка с -ы κορίτσι του δρόμου.

    || παλ. πλήθος μικροαστών, μικροσυμφεροντο-λόγων.
    εκφρ.
    на -е быть (оказаться, очутить(ся) – είμαι βρίσκομαι στο δρόμο (είμαι άστεγος, στερούμαι των μέσων ζωής)•
    с -ы – ο τυχών, τυχάρπαστος.

    Большой русско-греческий словарь > улица

См. также в других словарях:

  • Улицы — Улицы, вымощенные золотом (фильм) Улицы, вымощенные золотом Streets Of Gold Жанр драма В главных ролях Клаус Мария Брандауэр Уэсли Снайпс Эдриан Пэсдар Длительность …   Википедия

  • Улицы города Ртищево — В настоящее время в городе Ртищево насчитывается 138 улиц, 17 переулков, 2 территории, 2 проезда и 1 площадь. Содержание 1 Улицы 1.1 8 Марта …   Википедия

  • Улицы Казани — ночью Улицы Казани  …   Википедия

  • Улицы Москвы (справочник) — Улицы Москвы. Справочник (также: Справочник улиц Москвы; Справочник улиц города Москвы) официально издававшийся справочник, выходящий в издательстве «Московский рабочий» (Москва) в течение нескольких десятков лет массовыми тиражами. Обновлялся с… …   Википедия

  • Улицы разбитых фонарей (телесериал) — «Улицы разбитых фонарей» Обложка DVD Жанр Детектив …   Википедия

  • Улицы разбитых фонарей. Менты-8 — «Улицы разбитых фонарей 8» Жанр Детектив В главных ролях Александр Половцев Михаил Трухин Евгений Дятлов Оскар Кучера Леонид Куравлев Страна Россия …   Википедия

  • Улицы разбитых фонарей. Менты-9 — «Улицы разбитых фонарей 9» Жанр Детектив В главных ролях Александр Половцев Михаил Трухин Евгений Дятлов Страна Россия Телеканал НТВ …   Википедия

  • Улицы разбитых фонарей. Менты-8 (телесериал) — «Улицы разбитых фонарей 8» Жанр Детектив В главных ролях Александр Половцев Михаил Трухин Евгений Дятлов Оскар Кучера Леонид Куравлев Страна Россия Телеканал НТВ На экранах с 12.11.2007 …   Википедия

  • Улицы разбитых фонарей. Менты-9 (телесериал) — «Улицы разбитых фонарей 9» Жанр Детектив В главных ролях Александр Половцев Михаил Трухин Евгений Дятлов Страна Россия Телеканал НТВ На экранах с 29.09.2008 по 16.10.2008 …   Википедия

  • Улицы разбитых фонарей. Менты-7 — «Улицы разбитых фонарей 7» Жанр Детектив В главных ролях Александр Половцев Михаил Трухин Евгений Дятлов Оскар Кучера Леонид Куравлев Страна Россия Телекана …   Википедия

  • Улицы разбитых фонарей. Менты-7 (телесериал) — «Улицы разбитых фонарей 7» Жанр Детектив В главных ролях Александр Половцев Михаил Трухин Евгений Дятлов Оскар Кучера Леонид Куравлев Страна Россия Телеканал НТВ На экранах с 06.03.2006 …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»