Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(так+много)

  • 1 много

    много
    нареч πολύ:
    \много лет πολλά χρόνια· \много раз πολλές φορές, πολλάκις· очень \много πάρα πολύ· это слишком \много εἶναι πάρα πολύ· так \много τόσο πολύ· ·\много больше πολύ περισσότερο· \много шу́му из ничего́ πολύς θόρυβος γιά τό τίποτε· \много знать ξέρω πολλά· ◊ни \много и и ма́ло οὔτε λίγο, ὁὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > много

  • 2 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 3 так

    так 1) (таким образом) έτσι, μ'αυτό τον τρόπο 2) -(настолько) τόσο; \так много τόσο πολύ 3) (утверждение) έτσι ◇ так себе έτσι κι έτσι· \так как γιατί, διότι, επειδή
    * * *
    1) ( таким образом) έτσι, μ’αυτό τον τρόπο
    2) ( настолько) τόσο

    так мно́го — τόσο πολύ

    3) ( утверждение) έτσι
    ••

    та́к себе — έτσι κι έτσι

    так как — γιατί, διότι, επειδή

    Русско-греческий словарь > так

  • 4 много

    επίρ.
    1. πολύ•

    он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•

    много лет πολλά χρόνια•

    вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•

    много лучше πολύ καλύτερα.

    || (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•

    так много ? τόσο πολύ;•

    много ли? πολύ; (ποσό).

    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•

    у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•

    он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•

    не очень много όχι πάρα πολύ•

    слишком много πάρα πολύ.

    3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•

    по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.

    εκφρ.
    по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•
    много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•
    ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•
    ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > много

  • 5 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 6 думать

    дума||ть
    несов
    1. σκέφτομαι, σκέπτομαι / συλλογίζομαι, στοχάζομαι (размышлять):
    не долго \думатья χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς δισταγμό· я даже не \думатью οὔτε τό σκέφτομαι· тут нечего \думать δέν χρειάζεται πολλή σκέψη·
    2. (полагать) νομίζω, μοῦ φαίνεται, ὑποθέτω, πιστεύω:
    \думатью, что он не прав νομίζω δτι δέν ἐχει δίκη ὁ, πιστεύω δτι ἐχει ἄδικο· не \думатьκ> δέν πιστεύω· что вы об этом \думатьете? τί γνώμη ἔχετε γι ' αὐτό;· вы так \думатьете? ἐτσι νομίζετε;·
    3. (намереваться) σκοπεύω, λογαριάζω, ἔχω πρόθεση [-ιν]:
    я \думатью остаться до́ма σκοπεύω νά μείνω στό σπίτι·
    4. (заботиться, интересоваться) σκέφτομαι, σκέπτομαι, νοιάζομαι:
    \думать» только о себе σκέφτομαι μόνο τόν ἐαυτό μου· не \думать о других δέν νοιάζομαι γιά τους ᾶλλους· ◊ и не \думатью! οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό!, οὔτε τό σκέπτομαι!· и \думать нечего μή διστάζεις καθόλου· много о себе \думать ἔχω μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό μου· \думатьться безл разг φαίνεται:
    мне \думатьется, что... μοῦ φαίνεται, πώς...

    Русско-новогреческий словарь > думать

  • 7 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 8 добро

    ουδ.
    1. το καλό, το αγαθό, η αρετή•

    добро и зло το καλό και το κακό.

    2. το ωφέλιμο, το ευχάριστο•

    из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει•

    нет худа без -έ ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    от -а -а не ищут κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.

    3. καλή, αγαθή πράξη•

    делать много -а κάνω πολλά καλά.

    4. η περιουσία, τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός, ο πλούτος•

    сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο.

    5. ειρν. παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα•

    такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε.

    εκφρ.
    поминать -ом – δεν ξεχνώ το καλό•
    это не к -у – α) αυτό, δεν) οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών.
    επίρ.
    καλά• έτσι, ας είναι έτσι• добро! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι!•
    εκφρ.
    добро пожаловать – καλώς ήρθατε.
    ουδ.
    παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος «Д».

    Большой русско-греческий словарь > добро

  • 9 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

См. также в других словарях:

  • так много — нареч, кол во синонимов: 1 • столько (8) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • Так мало пройдено дорог, / Так много сделано ошибок — Из стихотворения «Мне грустно на тебя смотреть...» (1923) Сергея Александровича Есенина (1895 1925). Энциклопедический словарь крылатых слов и выражений. М.: «Локид Пресс». Вадим Серов. 2003 …   Словарь крылатых слов и выражений

  • так много, как смогли они — нареч, кол во синонимов: 1 • с их (1) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • ТАК — (1) ТАК (1) 1. нареч. Обозначает обстоятельство, способ, образ действия в знач. именно таким образом, не как нибудь иначе. Именно так. «Невежи судят точно так.» Крылов. «Так годы многие прошли.» Лермонтов. «Петру Иванычу простительно так думать и …   Толковый словарь Ушакова

  • ТАК — нареч. тако церк. и сев. равно, подобно, одинаково; | сим образом, таким порядком, способом, вот как; ответ на как? Так болит, зудит, что невсутерпь. Как люди терпят, так и ты. Как поживешь, так и прослывешь. Как бы это сделать? А вот так! Вот… …   Толковый словарь Даля

  • так — I. местоим. нареч. 1. Именно таким образом, не как нибудь иначе. Действовать т., как нужно. Поступать т. всегда. Так рассказывал, что все смеялись. Так дальше продолжаться не может. Пусть всё останется так (как есть). Так, да не так (разг.; не… …   Энциклопедический словарь

  • так — 1. местоим. нареч. 1) а) Именно таким образом, не как нибудь иначе. Действовать так, как нужно. Поступать так всегда. Так рассказывал, что все смеялись. Так дальше продолжаться не может. Пусть всё останется так (как есть) Так, да не так (разг.;… …   Словарь многих выражений

  • так —   Вот так (разг. фам. ирон.) употребляется в восклицаниях для выражения пренебрежения, отрицательной оценки.     Вот так шофер! править не умеет!     Вот так сыграл! (т. е. сыграл плохо).   Вот тактик (разг.) восклицание по поводу чего н.… …   Фразеологический словарь русского языка

  • Много шума из ничего (пьеса) — Много шума из ничего Much Ado About Nothing Жанр: Комедия Автор: Шекспир, Уильям Язык оригинала: Английский Год написания …   Википедия

  • Много ли человеку земли нужно — Много ли человеку земли нужно? Жанр: рассказ Автор: Лев Толстой Язык оригинала: русский Год написания: 1886 Публикация: 1886 …   Википедия

  • ТАК — 1. местоим. Указывает на определённый, известный образ, способ действия, обстоятельство, именно таким образом, не как нибудь иначе. Действовать т., как нужно. Т. рассказывал, что все смеялись. Сделай т. же. Он всё делает не т. Пусть всё останется …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»