Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(рыба)

  • 61 туиец

    туиец
    м (рыба) ὁ τόννος, ὁ θύννος.

    Русско-новогреческий словарь > туиец

  • 62 тухлый

    ту́хл||ый
    прил σάπιος, βρώμιος, χαλασμένος:
    \тухлыйые яйца τά κλούβια αὐγά· \тухлыйая рыба τό βρωμισμένο ψάρι.

    Русско-новогреческий словарь > тухлый

  • 63 угорь

    угорь I
    м (на лице) τό μπιμπίκι.
    угорь II
    м (рыба) τό χέλι, ὁ ἔγχελυς:
    морской \угорь τό μουγγρί.

    Русско-новогреческий словарь > угорь

  • 64 безрыбье

    ουδ.
    έλλειψη ή ανεπάρκεια ψαριών.
    εκφρ.
    на -ье – στην έλλειψη, στην ανάγκη•
    на -ье и рак рыбаπαρμ. από την αναβροχιά καλό είναι και το χαλάζι.

    Большой русско-греческий словарь > безрыбье

  • 65 бить

    бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.
    1. χτυπώ, πλήττω•

    бить молотком χτυπώ με το σφυρί.

    2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•

    лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.

    3. δέρνω•

    не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.

    4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•

    бить врага χτυπώ τον εχθρό.

    5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.
    6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•

    бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).

    7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•

    стекло σπάζω το τζάμι.

    8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•

    бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•

    бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.

    9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•

    часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•

    звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.

    10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•

    бить ключом αναβλύζω.

    || μτφ. κοχλάζω.
    11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•

    его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.

    12. τσοκανίζω, κόβω•

    бить монету κόβω κέρματα.

    εκφρ.
    бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•
    бить поклоныπαλ. κάνω μετάνοιες•
    бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•
    бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•
    жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•
    - в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•
    бить мимо цели – αστοχώ•
    бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•
    на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•
    бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).
    1. μάχομαι•

    биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.

    2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•

    биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.

    3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•

    птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•

    биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•

    женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.

    5. πονοκεφαλώ•

    биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.

    6. πάλλω•

    сердце бьется η καρδιά χτυπά.

    7. σπάζω, θραύομαι.
    εκφρ.
    бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•
    биться об закладπαλ. στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > бить

  • 66 варёный

    επ.
    βραστός•

    -ое мясо βραστό κρέας•

    -ая рыба βραστό ψάρι.

    Большой русско-греческий словарь > варёный

  • 67 душок

    -шка α. μυρουδίτσα, ελαφρά μυρουδιά•

    рыба с -ом το ψάρι πήρε να μυρίσει.

    || μτφ. κλίση προς κάτι•

    либеральный душок μυρίζει φιλελευθερισμός.

    εκφρ.
    с -ом – με αμφιβολία, με αβεβαιότητα• με υποψία.

    Большой русско-греческий словарь > душок

  • 68 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 69 животрепещущий

    επ.
    σπαρταριστός•

    -ая рыба σπαρταριστό ψάρι..

    (αστ.) που τρίζει,ταλαντευόμενος, ετοιμόρροπος. || μτφ. φλέγων, επίκαιρος, επίμαχος• συνταρακτικός•

    животрепещущий вопрос φλέγον ζήτημα•

    -ая тема επίκαιρο θέμα•

    -ие новости συνταρακτικές ειδήσεις (νέα).

    Большой русско-греческий словарь > животрепещущий

  • 70 закоптить

    -пчу, -птишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закопченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. καπνίζω, καλύπτω με καπνιά•

    закоптить стекло καπνίζω το γυαλί•

    закоптить кастрюлю μαυρίζω την κατσαρόλα, ταριχεύω με κάπνισμα.

    2. αρχίζω να καπνίζω κλπ. ρ. βλ. коптить.
    καπνίζομαι, σκεπάζομαι από καπνιά•

    стены -лись οι τοίχοι μαύρισαν από τον καπνό.

    || ταριχεύομαι με κάπνισμα•

    рыба хорошо -лась το ψάρι καλά καπνίστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > закоптить

  • 71 золотой

    επ.
    1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•

    золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•

    золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.

    || χρυσαφής•

    -ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•

    -ая рыба το χρυσόψαρο•

    золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.

    2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•

    -ые слова χρυσά λόγια•

    золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•

    золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.

    3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.
    4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•

    золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•

    -ая моя χρυσή μου.

    εκφρ.
    золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•
    - ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•
    - ая молоджьειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•
    - ая ротаπαλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•
    - ая свадьба – χρυσοί γάμοι•
    - ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•
    золотой стандарт – χρυσός κανόνας•
    золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•
    - ое время – ο πολύτιμος χρόνος•
    сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•
    - ых дел мастер – ο χρυσοχόος.

    Большой русско-греческий словарь > золотой

  • 72 игла

    -ы, πλθ. иглы, игл θ.
    1. βελόνι, -η•

    швеиная игла βελόνι, ραψίματος•

    машинная игла βελόνι ραπτομηχανής•

    патефонная игла βελόνι γραμμοφώνου•

    хирургическая игла χειρουργού βελόνι•

    вязальная игла βελονάκι πλεξίματος•

    вдеть нитку в -у βελονιάζω την κλωστή•

    ушко -ы η βελονότρυπα.

    2. χο βελονοειδές φύλλο των κωνοφόρων δέντρων. || αγκάθι φυτών και μερικών ζώων•

    -ы ежа αγκάθια του σκαντζόχοιρου.

    3. πυργίσκος, μιναρές, βέλος.
    εκφρ.
    морская иглаβλ. игла-рыба.

    Большой русско-греческий словарь > игла

  • 73 клевать

    клюй, клюёшь
    ρ.δ. μ.
    1. ραμφίζω, τσιμπώ•

    куры клюют зерно οι κότες ραμφίζουν τους κόκκους•

    петух клюёт щенка ο κόκορας τσιμπά το κουταβάκι.

    2. παίρνω, αρπάζω•

    рыба клюёт το ψάρι τσιμπά.

    3. μτφ. απρόσ. τσιμπιέμαι, ενδίδω, πέφτω, παραδίνομαι.
    εκφρ.
    носом – νυστάζω, κουτουλώ από τη νύστα•
    денег куры не клюют у него – αυτός έχει χρήμα με ουρά.
    1. τσιμπώ, χτυπώ με το ράμφος•

    наседка -тся η κλώσσα τσιμπάει.

    2. αλληλοτσιμπιέμαι, αλληλοραμφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > клевать

  • 74 копчёный

    επ.
    1. καπνιστός•

    -ая рыба καπνιστό ψάρι•

    -ая колбаса καπνιστό σαλάμι.

    2. καπνισμένος•

    -ое стекло καπνισμένο γυαλί.

    Большой русско-греческий словарь > копчёный

  • 75 красный

    επ., βρ: -сен, -сни, -сно.
    1. κόκκινος, ερυθρός•

    -ое знамя κόκκινη σημαία•

    -цвет κόκκινο χρώμα.

    2. αριστερός (στις ιδέες).
    ουσ. ο αριστερός.
    3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•

    -ая девица όμορφο κορίτσι.

    4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•

    красный день καθαρή μέρα.

    5. παλ. τιμητικός, επίσημος.
    εκφρ.
    - ая Армия – Κόκκινος Στρατός•
    - ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•
    красный грибβλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•
    красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•
    - ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•
    - ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•
    - ая икра – κόκκινο χαβιαρι•
    красный крест – ερυθρός σταυρός•
    общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•
    красный лесβλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•
    - ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•
    красный товар – τα υφάσματα•
    - ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•
    -ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•
    красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•
    - ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•
    -ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•
    под -ую шапку попасть ή угодитьπαλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•
    красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•
    красный фонарьπαλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•
    красный петухβλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια.

    Большой русско-греческий словарь > красный

  • 76 летучий

    -ая, -ее
    επ., βρ: -туч, -а, -е.
    1. ιπτάμενος, πετάμενος. || ικανός για πτήση. || γρήγορος• ασταθής, μη μόνιμος.
    2. μτφ. φευγαλέος, παροδικός, διαβατικός, περαστικός, πρόσκαιρος.
    3. πεταχτός, γρήγορος, που γίνεται στα πεταχτά, στα γρήγορα (για συνέλευση, συλλαλητήριο κ.τ.τ.).
    4. πτητικός•

    -ие эфирные масла πτητικά αιθέρια έλαια.

    εκφρ.
    - ая мышь – α) νυχτερίδα, β) φορητή λάμπα πετρελαίου•
    - ая почта – προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών)•
    - ая рыба – εξώκοιτος (ψάρι).

    Большой русско-греческий словарь > летучий

  • 77 мелкий

    επ., βρ: мелок, мелка, мелко; мельче, мельчайший.
    1. λεπτός, λεπτόκοκκος, ψιλός, ψιλόκοκκος•

    мелкий песок ψιλός άμμος•

    мелкий дождь ψιλή βροχή•

    мелкий снег κοκκορόχιονο;

    μικρός, ολιγάριθμος•

    -ие группы μικρές ομάδες.

    2. μικρού μεγέθους•

    -ая рыба μικρό ψάρι•

    -ие орехи μικρά καρύδια•

    -ие кусочки μικρά κομματάκια•

    -ие морщины μικρές ρυτίδες•

    мелкий собственник μικροϊδιοκτήτης•

    -ая буржуазия η μικρή αστική τάξη•

    мелкий мещанин μικροαστός•

    мелкий служащий δημόσιος μικρουπάλληλος•

    -ие роли μικροί (δευτερεύοντες) ρόλοι•

    мелкий рогатый скот τα λιανά ζώα (τα γιδοπρόβατα)•мелкий

    мелкий торговля το μικρεμπόριο.
    3. αβαθής, ρηχός•

    -ая река άβαθο ποτάμι•

    -ая тарелка ρηχό πιάτο.

    εκφρ.
    - ие деньги – τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα•
    - ая сошка – ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάριο.

    Большой русско-греческий словарь > мелкий

  • 78 мелкозубый

    επ., βρ: -зуб, -а, -о
    μικρόδοντος•

    -ая рыба ψάρι με μικρά δόντια•

    -ая пила πριόνι με μικρά δόντια.

    Большой русско-греческий словарь > мелкозубый

  • 79 меченос

    α.
    βλ. меч-рыба.

    Большой русско-греческий словарь > меченос

  • 80 морской

    επ.
    1. θαλάσσιος, θαλασσινός•

    -ая вода θαλασσινό νερό•

    морской климат θαλάσσιο κλίμα•

    -ое путешествие θαλασσινό ταξίδι•

    морской бой η ναυμαχία•

    -йе животные θαλάσσια ζώα•

    -ая рыба θαλασσινό ψάρι•

    -ое дно ο βυθός της θάλασσας•

    -ое купанье θαλάσσιο λουτρό•

    порт θαλασσινό λιμάνι.

    2. ναυτικός, θαλασσινός•

    морской флот ναυτικός στόλος•

    -ая пехота οι πεζοναύτες•

    морской офицер αξιωματικός ναυτικού•

    -ая милия ναυτικό μίλίο•

    -ая карта ο ναυτικός χάρτης•

    -ое сражение ναυμαχία•

    разбойник πειρατής, κουρσάρος•

    -ое право ναυτικό δίκαιο•

    -ая держава ναυτική δύναμη (κράτος)•

    -ое училище ναυτική σχολή.

    εκφρ.
    - ая болезнь – ναυτία, -ση•
    - ая игла – η βελόνα, σακκοράφα, σύγγναθος (ψάρι)•
    - ая собака – το σκυλόψαρο•
    морской волк – θαλασσόλυκος (ναυτικός έμπειρος και ατρόμητος)•
    - ая корова – αλικόρη, θαλασσινή αγελάδα, δουγκόνγκ•
    - ая змея – θαλασσινό φίδι•
    морской слон – θαλασσινός ελέφαντας•
    морской язык – γλώσσα η κοινή (ψάρι)•
    морской лев – διάφορα είδη φωκιών•
    на дне -ом найти (сыскать); со дна -го достать – να βρεθεί όπου και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας.

    Большой русско-греческий словарь > морской

См. также в других словарях:

  • рыба́к — рыбак, а …   Русское словесное ударение

  • рыба́рь — рыбарь, я …   Русское словесное ударение

  • рыба — биться как рыба об лед, ловить рыбу в мутной воде, нем как рыба.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. рыба рыбец, рыбешка, рыбина, рыбица, рыбища, рыбка, рыбчонка, живец,… …   Словарь синонимов

  • РЫБА — жен. рыбка, рыбочка, рыбушка, рыбица, рыбонька: рыбченка, рыбешка: рыбина (одна), рыбища, водяное животное с холодною алою кровью, жабрами (замест легких), с чешуйчатою или нагою кожею; мечет икру (есть немного живородных). Главное деленье этого… …   Толковый словарь Даля

  • РЫБА — по питательности и кулинарным качествам не уступает мясу, а по усвояемости превосходит его. В водах СССР обитает свыше 1000 видов рыб, из которых 250 являются промысловыми, т. е. вылавливаются в более или менее значи» тельных количествах и… …   Краткая энциклопедия домашнего хозяйства

  • РЫБА — РЫБА, рыбы, жен. 1. Живущее в воде позвоночное животное с конечностями в виде плавников, дышащее жабрами, с холодной кровью и с кожею, покрытою обычно чешуею. «Старик ловил неводом рыбу.» Пушкин. Удить рыбу. Пресноводная рыба. Морская рыба.… …   Толковый словарь Ушакова

  • Рыба — Рыба, Крот и Свинья (альбом) Рыба, Крот и Свинья студийный альбом группы Пилот Дата выпуска …   Википедия

  • Рыба —     Рыба, плещущаяся в чистой воде, предвещает, что судьба щедро одарит вас.     Мертвая рыба во сне сулит горести и утраты.     Девушку, увидевшую во сне живую рыбу, ждет счастливая любовь.     Если во сне вы поймали рыбу, вас ждут серьезные… …   Большой универсальный сонник

  • РЫБА — РЫБА, класс позвоночных животных, холоднокровных (ПОЙКИЛОТЕРМНЫХ), обитающих в воде. Для всех рыб характерна обтекаемая форма тела, наличие двухкамерного сердца, жабер для дыхания, плавников и чешуи (или костных пластин), покрывающих тело и… …   Научно-технический энциклопедический словарь

  • РЫБА — В общих трёхчленных (по вертикали) мифологических схемах вселенной Р. служат основным зооморфным классификатором нижней космической зоны и противопоставлены птицам как классификатору верхней зоны и (менее отчётливо) крупным животным (часто… …   Энциклопедия мифологии

  • рыба —      Третий после хлеба и мяса продукт потребления человека. «Рыба всегда употреблялась в русской кухне во множестве видах: паровая или подпарная, вареная (отварная), тельная, т. е. изготовленная особым образом из одного филе, без костей, но с… …   Кулинарный словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»