Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(по-своему)

  • 1 по-своему

    по-своему κατά τη γνώμη μου (σου, του, κτλ.) (о мнении)· делай \по-своему κάνε όπως θέλεις
    * * *
    κατά τη γνώμη μου (σου, του, κτλ.) ( о мнении)

    де́лай по-сво́ему— κάνε όπως θέλεις

    Русско-греческий словарь > по-своему

  • 2 по-своему

    по-своему
    нареч
    1. (о мнении) κατά τήν ἄποψή μου·
    2. (о желании) μέ δικό μου (σου, του) τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > по-своему

  • 3 по-своему

    επίρ.
    κατ εμένα, κατά τη γνώμη μου. || κατά το όικό μου τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > по-своему

  • 4 произвольный

    1. (ничем не стесняемый, свободный) ελεύθερος, ανεξάρτητος, αδέσμευτος, απεριόριστος 2. (производимый самовольно, по своему усмотрению) αυθαίρετος, ακαθόριστος 3. (не вытекающий из чего-л., лишённый доказательств) αβάσιμος, δίχως έρεισμα, αυθαίρετος, ανα-πόδεικτος, αθεμελίωτος, αστήρικτος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > произвольный

  • 5 верный

    верн||ый
    прил
    1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:
    \верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·
    2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:
    \верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·
    3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):
    \верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·
    4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:
    \верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·
    5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:
    \верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος.

    Русско-новогреческий словарь > верный

  • 6 давать

    дава||ть
    несов
    1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):
    \давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·
    2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:
    \даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов
    1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:
    ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·
    2. (дать поймать себя) πιάνομαι:
    не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν.

    Русско-новогреческий словарь > давать

  • 7 делать

    дела||ть
    несов
    1. (действовать) κά(μ)-νω, ἐνεργῶ, πράττω:
    что нам \делать? τί νά κάνουμε;· не говорить надо, а \делать δέν χρειάζονται λόγια, χρειάζονται ἔργα· \делать по-своему κά(μ)νω ὀπως θέλω·
    2. (производить) κά(μ)νω, ποιῶ, κατασκευάζω, φτιάνω·
    3. (εοβ«ρωα/ηί>)κά(μ)νω:
    \делать попытку κά(μ)νω ἀπόπειρα, ἀποπειρωμαι· \делать поку́пки κά(μ)νω ψώνια, ψωνίζω· \делать ошибки κά(μ)νω λάθη· \делать доклад κά(μ)νω είσ-ήγηση· \делать объявление βγάζω ἀνακοίνωση, κά(μ)νω ἀγγελία· ◊ \делать вывод βγάζω τό συμπέρασμα, συμπεραίνω· \делать вид, что... κά(μ)νω πώς..., προσποιούμαι ὅτι...·\делать возможным καθιστώ δυνατό· нечего \делать δέν γίνεται τίποτε· от нечего \делать γιά νά περνάει ἡ ὠρα·\делать счастливым кого́-л. κά(μ)-νω (или καθιστώ) εὐτυχή· \делать честь кому-л. τιμάω, περιποιῶ τιμήν \делать пятьдесят километров в час διανύω πενήντα χιλιόμετρα τήν ὠρα· \делать крюк κά(μ)νω γϋρο, κά(μ)νω κύκλο· \делать выбор διαλέγω, κά(μ)νω ἐκλογή· \делать выговор τιμωρώ μέ μομφή· что \делать! τί νά κά(μ)νω!, τί νά κάνουμε!.

    Русско-новогреческий словарь > делать

  • 8 подобие

    подоби||е
    с
    1. (сходство) ἡ ὀμοίωση[-ις], ἡ ὀμοιότητα:
    по своему́ образу и \подобиею κάτι κατ· είκόνα καί ὀμοίωσίν μου·
    2. мат ἡ ὀμοιότης.

    Русско-новогреческий словарь > подобие

  • 9 усмотрение

    усмотрени||е
    с ἡ κρίση [-ις]:
    на чье-л, \усмотрение στήν κρίση κάποιού сделать что́-либо по своему \усмотрениею κάνω κάτι ὅπως ἐγώ νομίζω.

    Русско-новогреческий словарь > усмотрение

  • 10 господин

    -а, πλθ. -да, -од, -ам α.
    1. κύριος, κυρίαρχης, άρχοντας. || αφέντης, αφεντικό. || οικοδεσπότης.
    2. κύριος (από προνομιούχα τάξη). || κύριος (τιμητική προσηγορία, ειρωνικά ή περιφρονητικά).
    εκφρ.
    быть -ом своего слова ή своему слову – κρατώ το, λόγο μου, τηρώ την υπόσχεση•
    служу двум -ам – υπηρετώ δυο αφεντικά (δυο γραμμές, δυο κόμματα κ.τ.τ.)• сам себе господин είμαι κύριος του εαυτού μου, είμαι αυτεξούσιος.

    Большой русско-греческий словарь > господин

  • 11 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 12 другой

    1. αντων. άλλος, έτερος•

    и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•

    приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•

    он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•

    и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•

    тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•

    кто-то другой κάποιος άλλος•

    никто другой κανένας άλλος•

    с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•

    -ими словами μ' άλλα λόγια.

    2. διάφορος, διαφορετικός•

    после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•

    зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.

    || αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•

    перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•

    πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•

    не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.

    3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•

    уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•

    на -день την άλλη μέρα•

    один за -им ο ένας μετά τον άλλον.

    || κάποιος, άλλος•

    -ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,

    εκφρ.
    смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > другой

  • 13 изменить

    -еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изменённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    αλλάζω, μεταβάλλω αλλοιώνω, μετατρέπω, μεταστρέφω τροποποιώ•

    ветер -ил направление ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση•

    изменить характер αλλάζω το χαρακτήρα•

    изменить почерк αλλάζω το γραφικό χαρακτήρα•

    проект закона -ли το νομοσχέδιο το τροποποίησαν.

    αλλάζω, μεταβάλλομαι αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταστρέφομαι τροποποιούμαι•

    погода -лясь ο καιρός άλλαξε•

    изменить в лице αλλάζω στο πρόσωπο.

    -еню, -нишь
    ρ.σ. (με δοτ.).
    1. προδίνω•

    он -ил своей родине αυτός πρόδοσε την πατρίδα του.

    2. παραβαίνω, αθετώ, (απ)αρνούμαι παραβιάζω•

    изменить убеждения απαρνούμαι τις πεποιθήσεις•

    изменить присягу παραβαίνω τον όρκο (επιορκώ)•

    изменить своему долгу παραβαίνω. το καθήκο μου.

    || απατώ, απιστώ•

    муж ей -ил ο σύζυγος την απάτησε.

    3. εγκαταλείπω•

    помять -ла ему η μνήμη τον εγκατέλειψε•

    силы -ли ему οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν.

    εκφρ.
    изменить себе – αλλάζω, πράττω, ενεργώ αντίθετα, παρά τα καθιερωμένα.

    Большой русско-греческий словарь > изменить

  • 14 наследовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. μ. κληρονομώ•

    он -ал этот дом от отца αυτός κληρονόμησε αυτό το σπίτι από τον πατέρα•

    -все пороки предков κληρονομώ όλα τα ελαττώματα των προγόνων•

    сын -ал этот дом от отца ο γιος κληρονόμησε αυτό το σπίτι από τον πατέρα•

    он -ал своему дяде αυτός κληρονόμησε το θείο του.

    2. διαδέχομαι.
    1. κληρονομούμαι.
    2. διαδέχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > наследовать

  • 15 неверный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. άπιστος•

    неверный друг άπιστος φίλος•

    неверный муж άπιστος σύζυγος.

    || ασταθής, άστατος, ευμετάβλητος•

    -рен своему слову δεν κριατά το λόγο του.

    2. παλ. δύσπιστος•

    неверный взгляд βλέμμα δυσπιστίας.

    3. εσφαλμένος, ανακριβής, λαθεμένος•

    неверный вывод εσφαλμένο συμπέρασμα•

    -ая мысль λαθεμένη, σκέψη.

    || ψεύτικος, μη σωστός•

    неверный счёт ψεύτικος λογαριασμός.

    || απρεπής, ανάρμοστος, μη ενδεδειγμένος•

    брать неверный тон в разговоре παίρνω ανάρμοστο τόνο στη συνομιλία.

    4. διαφορετικός, άλλος αντί άλλου. || ανακριβής, πλημμελής, άστοχος, σφαλερός, σφαλτός. || φάλτσος•

    -ая нота το φάλτσο (φωνής, ήχου)..

    5. ασταθής•

    -ые шаги ασταθή βήματα.

    6. παλ. αβάσιμος, παρακινδυνεμένος•

    -ое дело μη σίγουρη υπόθεση (παρακινδυνεμένη).

    || ευμετάβλητος, μη σταθερός.
    7. (για φως, ακτίνες κ.τ.τ.) αδύνατος, θαμπός, τρεμάμενος.
    8. ως ουσ. άπιστος•

    идти войною на -ых πηγαίνω να πολεμήσω τους άπιστους.

    εκφρ.
    фома неверный – άπιστος Θωμάς.

    Большой русско-греческий словарь > неверный

  • 16 обыкновение

    ουδ.
    συνήθεια• έξη•

    иметь обыкновение έχω τη συνήθεια•

    по своему -ю κατά τη συνήθεια μου•

    это вошло в обыкновение αυτό έγινε συνήθεια•

    это вышло из -я αυτό ξεσυνηθίστηκε ή δε συνηθίζεται πιά.

    εκφρ.
    по -ю – κατά τα συνηθισμένα (τα ειωθώτα)•
    против -я – παρά τη συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > обыкновение

  • 17 по...

    πρόθεμα
    I
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.
    2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.
    3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.
    4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.
    5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.
    6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.
    7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.
    8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.
    9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловаться
    II
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:
    1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.
    2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.
    3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.
    Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.
    IV
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.
    V
    Σε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.
    VI
    Σε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•

    по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > по...

  • 18 подчинить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подчинённый, βρ: -нён, -нена, -но.
    1. υποτάσσω, κατακτώ•

    подчинить совсем καθυποτάσσω.

    2. θέτω, βάζω, υπάγω κάτω από την εξουσία μου εξαρτώ•

    подчинить свои действия голосу рассудка υποτάσσω τις ενέργειες μου στη φωνή του λογικού•

    закону υποτάσσω στο νόμο•

    подчинить своему влиянию кого-Η.

    επηρεάζω κάποιον.
    3. (γραμμ.) εξαρτώ•

    одному главному предложению могут быть подчинены несколько придаточных σε μια κύρια πρόταση μπορεί να υποταχτούν κάμποσες δευτερεύουσες.

    υποτάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > подчинить

  • 19 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 20 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

См. также в других словарях:

  • по-своему — сделать по своему.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. по своему на свой лад, самостоятельно, своеобразно, самобытно, по особенному, нестандартно, непривычно, оригинально,… …   Словарь синонимов

  • по-своему — см. свой; нареч. 1) По своему желанию, усмотрению, на свой лад. Хочется жить по своему. По своему истолковать мои слова. Всё равно по своему переделает. Других слушай, а поступай по своему. 2) Сообразно своим свойствам, качествам; по особому,… …   Словарь многих выражений

  • Случилась со мной беда — ты мне помог. Случись с тобой беда — я тебе помогу. А вместе — делаем общее дело: ты по-своему, а я по-своему — Из популярного советского кинофильма «Берегись автомобиля!» (1966). снятого режиссером Эльдаром Александровичем Рязановым по сценарию, написанному с Эмилем Вениаминовичем Брагинским (1921 1998). Из диалога между Юрием Деточкиным (актер Иннокентий …   Словарь крылатых слов и выражений

  • Невиновный изгнанник Блас Валера своему народу Тауантинсуйу — Невиновный изгнанник Блас Валера своему народу Exsul Immeritus Blas Valera Populo Suo Автор: Блас Валера Жанр: автоб …   Википедия

  • по своему усмотрению — См …   Словарь синонимов

  • Свой своему поневоле брат — Свой своему поневолѣ братъ. Ср. Мужъ ея (глупый) находилъ величайшее наслажденіе возиться съ шутами, съ дурочками да съ дураками. Свой своему поневолѣ братъ. Н. Макаровъ. Воспоминанія. 3, 3. Ср. Жаль тебѣ, что ли товарища?.. такъ оно и должно… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • свой своему поневоле брат — Ср. Муж ее (глупый) находил величайшее наслаждение возиться с шутами, с дурочками да с дураками. Свой своему поневоле брат. Н. Макаров. Воспоминания. 3, 3. Ср. Жаль тебе, что ли, товарища?.. так оно и должно быть: свой своему поневоле брат. Гр. А …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Всякая сосна своему бору шумит — Всякая сосна своему бору шумитъ (своему лѣсу вѣсть подаетъ). Ср. Интеллигентъ, т. е. баринъ, который, по мнѣнію нѣкоторыхъ, будто болѣе другихъ «оторванъ отъ почвы». А вотъ вы сейчасъ же увидите, какіе это пустяки, и какъ у насъ по родной… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Человек по-своему, а Бог по-своему. — Человек так, а Бог инак. Человек по своему, а Бог по своему. См. БОГ ВЕРА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Всякая сосна своему бору шумит. — (своему лесу весть подает). См. РОДИНА ЧУЖБИНА Всякая сосна своему бору шумит. См. СВОЕ ЧУЖОЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Свой своему поневоле друг. — Жалуй своих, а там и чужих! Свой своему поневоле друг. См. ДЕТИ РОДИНЫ Свой своему поневоле друг. Душа душу и знает. См. ДРУГ НЕДРУГ Свой своему поневоле друг (брат). См. СВОЕ ЧУЖОЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»