-
1 величина
η τιμή, το μέγεθοςвекторная - η (διανυσματική ποσότητα, το διανυσματικό μέγεθοςзаданная - προδιαγεγραμμένη -, προκαθορισμένη -- звёздная первая{}вторая{} το πρώτο/δεύτερο μέγεθος του αστεριούкритическая - κρίσιμη -, το κρίσιμο μέγεθοςнепрерывная - το συνεχές μέγεθος, η συνεχής τιμήноминальная - ονομαστική -, το ονομαστικό μέγεθοςприближённая - κατά προσέγγιση, προσεγγιστική -размерная физическая - το φυσικό μέγεθος (τιμή, διάσταση) όπου τουλάχιστον μια συνιστώσα δεν είναι μηδενικήскалярная - η βαθμ(ιδ)ωτή ποσότητα, το βαθμ(ιδ)ωτό μέγεθοςцифровая - см. целая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > величина
-
2 гармоника
1. (колебание с частотой, кратной основной частоте, или периодическая функция)η αρμονική κύμανση, высшая - ανωτέρα - 2. муз. το ακορντεόν, (губная) η φυσαρμόνικαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гармоника
-
3 группа крови
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > группа крови
-
4 подпись
1. (собственноручно написанная фамилия под чем-л.) η υπογραφ/ήза-свидетельствование - и επικύρωση της - ής, иметь право первой - и έχω το δικαίωμα πρώτης - ής-2. (надпись под чём-л., на чём-л.) η επιγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подпись
-
5 полоса
1. (узкая пластинка) η λωρίδα 2. (цветовая линия) η γραμμή, η λωρίδα 3. (προκ.) η ταινία, η λάμα 4. (сортового металла) η λάμα 5. полигр. η στήλη, η σελίδα 6. (зона, пояс) η ζώνηветрозащитная - η σειρά των δέντρων ή θάμνων (γύρω από τα χωράφια) για την προστασία από τους ανέμουςвзлётно-посадочная - (ΒΠΠ) см. взлётно -посадочная полоса лесозащитная - προστατευτική - του δάσουςполезащитная - η (γύρω-γύρω) σειρά δέντρων ή θάμνων για την προστασία των χωραφιών- частот боковая πλευρική - των συχνοτήτων, οι πλευρικές συχνότητεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полоса
-
6 половина
половина ж το μισό- \половина третьего είναι δυόμισι η ώρα· во второй \половинае июля στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιούλη; первая (вторая) \половина игры το πρώτο (δεύτερο) μέρος του αγώνα, το ημιχρόνιο* * *жτο μισόполови́на тре́тьего — είναι δυόμισι η ώρα
во второ́й полови́не ию́ля — στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιούλη
пе́рвая (втора́я) полови́на игры́ — το πρώτο (δεύτερο) μέρος του αγώνα, το ημιχρόνιο
-
7 помощь
помощь ж η βοήθεια* оказать \помощь βοηθώ, παρέχω βοήθεια· первая \помощь η πρώτη βοήθεια· при \помощьи με τη βοήθεια* * *жη βοήθειαоказа́ть по́мощь — βοηθώ, παρέχω βοήθεια
пе́рвая по́мощь — η πρώτη βοήθεια
при по́мощьи — με τη βοήθεια
-
8 ласточка
ласточкаж τό χελιδόνι, ἡ χελιδών:первая \ласточка τό πρῶτο χελιδόνι· ◊ одна \ласточка весны не делает поел, ἕνα χελιδόνι δέν φέρνει τήν ἀνοιξη. -
9 помощь
помощ||ьж ἡ βοήθεια, ἡ συνδρομή, ἡ ἀρωγή:первая \помощь ἡ πρώτη βοήθειά взаимная \помощь ἡ ἀλληλοβοήθεια, ἡ ἀμον-βαία ἀρωγή· экономическая (техническая) \помощь ἡ οίκονομική (τεχνική) βοήθεια· оказывать \помощь παρέχω βοήθεια· подать ру́ку \помощьи τείνω χείρα βοηθείας, δίνω βοήθεια· взывать о \помощьи ζητώ βοήθεια, καλώ σέ βοήθεια· при \помощьи μέ τήν βοήθεια -
10 попытка
попытк||аж ἡ ἀπόπειρα / ἡ δοκιμή (проба, опит):первая \попытка ἡ πρώτη ἀπόπειρα, ἡ πρώτη δόκιμἡ· предпринять \попыткау κάνω ἀπόπειρα· убит при \попыткае к ^бегству τόν σκότωσαν ὅταν ἀποπειράθηκε νά δραπετεύσει· ◊ \попыткане пытка погов. δέν χάνεις τίποτε νά δοκιμάσεις. -
11 премия
премияж1. (награда) τό βραβεῖο[ν], τό ἀριστεῖο[ν]:Международная Ленинская \премия ми́ра τό διεθνές βραβείο Λένιν τής ἐΙρήνης· Нобелевская \премия τό βραβείο Νόμπελ· первая \премия τό πρώτο βραβείο·2. эк. τό βραβείο[ν], ἡ ἐπιχορήγησις:страховая \премия τό ἀσφάλιστρον. -
12 армия
-и θ.1. στρατός•советская армия ο Σοβιετικός στρατός•
служить в -и υπηρετώ στο στρατό•
действующая армия ο ενεργός στρατός•
резервная армия ο εφεδρικός στρατός•
призыв, в -ю η κλήση στο στρατό (υπο τα όπλα)•
регулярная армия ο τακτικός στρατός.
2. το πεζικό.3. σχηματισμός στρατιωτικός, στρατιά•первая конная армия η πρώτη στρατιά ιππικού•
танковая армия η στρατιά αρμάτων μάχης.
|| μτφ. πλήθος•-безработных στρατιά ανέργων.
-
13 война
-ы, πλθ. войны θ.1. πόλεμος•греко-персидские -ы οι ελληνοπερσικοί πόλεμοι•
первая мировая война ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος.
2. αγώνας, πάλη•постоянная война с самим! собою συνεχής πόλεμος με τον εαυτόν.
-
14 ласточка
-и θ.χελιδόνι•городская ласточка χελιδόνι αστικό η κοινό•
деревенская ласточка αγροδίαιτο χελιδόνι•
береговая ласточка πετροχελιδόνι, βραχοδίαιτο χελιδόνι.
εκφρ.первая ласточка – το πρώτο χελιδόνι (οι πρώτες ενδείξεις)•одна ласточка весны не делает – ένα χελιδόνι δε φέρει την Άνοιξη. -
15 луна
-ы, πλθ. луны θ.1. φεγγάρι, σελήνη•затмение -ы έκλειψη σελήνης•
полная луна πανσέληνος•
первая четверть -ы το πρώτο τέταρτο της σελήνης•
последняя четверть -ы το τελευταίο τέταρτο της σελήνης•
при свете -ы κάτω από το φως του φεγγαριού•
ущерб -ы φθίση της σελήνης•
фазы -ы φάσεις της σελήνης•
луна взошла το φεγγάρι βγήκε (ανέτειλε-)•
2. (αστρν.) δορυφόρος. -
16 любовь
-бви, οργ. -вью θ.1. ιστοργή, αγάπη•материнская любовь μητρική στοργή•
любовь к родине αγάπη προς την πατρίδα.
2. έρωτας•жениться по -ви παντρεύομαι με έρωτα•
первая любовь η πρώτη αγάπη.
|| αρέσκεια• πόθος•любовь к искусству αγάπη προς την Τέχνη•
любовь к приключениям πόθος για περιπέτειες.
-
17 половина
-ы θ.1. το μισό, το ήμισυ• половина- состояния η μισή περιουσία•первая половина игры το πρώτο ημίχρονο του παιγνιδιού.
2. η μέση, το μέσο•дошли до -ы дороги φτάσαμε ως τα μισά του δρόμου.
3. βλ. половинка.4. παλ. ξεχωριστό διαμέρισμα σπιτιού.εκφρ.моя половина – το έτερο μου ήμισυ (ο, η σύζ•υγός μου). -
18 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
19 смена
-ы θ.1. αλλαγή• εναλλαγή• αντικατάσταση•смена караула αλλαγή φρουράς•
смена кабинета αλλαγή κυβέρνησης•
смена дня и ночи εναλλαγή μέρας και νύχτας.
2. η βάρδια•первая η πρώτη βάρδια•
вторая смена η δεύτερη βάρδια•
работать в две -ы δουλεύω δυο βάρδιες.
|| αποστολή.3. μτφ. η νέα γενιά.4. αλλαξιά (ρούχων)•возьмите с собою одну -у белья πάρτε μαζί σας μια αλλαξιά ρούχα.
εκφρ.на -у – σε αντικατάσταση. -
20 фаза
-ы θ.φάση• όψη• εμφάνιση• μορφή•фаза луны η φάση της σελήνης•
газообразная фаза α-ερ ιώδης φάση•
житкая фаза υγρή φάση•
социализм фаза первая фаза коммунизма ο σοσιαλισμός είναι η πρώτη φάση του κομμουνισμού•
вступить в новую -у μπαίνω σε νέα φάση•
электрическая фаза ηλεκτρική φάση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Первая — Первая: Первая (приток Большой Сатки) река в России, протекает в Республике Башкортостан, Челябинской области, Свердловской области. Первая (приток Сороминской) река в России, протекает в Ханты Мансийском АО. Первая (река на… … Википедия
первая — • первая красавица … Словарь русской идиоматики
Первая — 1.1. Первая группа «исходные данные» включает: длительности интервала планирования (месяц, квартал, полгода, год); срок жизни проекта (число временных интервалов шагов); дату начала проекта (год начала проекта или 0). 1.2. В состав второй группы… … Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации
Первая мировая война — Первая мировая война … Википедия
Первая Балканская война — Балканские войны Вверху: Картина Василиоса Хадзиса … Википедия
Первая Македонская война — Македонские войны … Википедия
Первая Мировая Война — По часовой стрелке: британский танк Mark IV, пересекающий траншею; линкор королевского флота HMS «Irresistible» (англ.), погружающийся после взрыва морской мины в битве у Дарданелл; пулемётный расчёт в противогазах и биплан Albatros D.III … Википедия
Первая Мировая война — По часовой стрелке: британский танк Mark IV, пересекающий траншею; линкор королевского флота HMS «Irresistible» (англ.), погружающийся после взрыва морской мины в битве у Дарданелл; пулемётный расчёт в противогазах и биплан Albatros D.III … Википедия
Первая мировая война на Западном фронте — Первая мировая война Западный фронт Окопы на западном фронте Дата 1914 1918 … Википедия
Первая мировая война 1914—1918 — Первая мировая война По часовой стрелке: британский танк Mark IV, пересекающий траншею; линкор королевского флота HMS «Irresistible» (англ.), погружающийся после взрыва морской мины в битве у Дарданелл; пулемётный расчёт в противогазах и биплан… … Википедия
Первая Санкт-Петербургская классическая гимназия — Первая Санкт Петербургская классическая гимназия … Википедия