Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(пассажиров)

  • 1 пассажиров

    η μετεπιβίβαση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пассажиров

  • 2 перевозка

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозка

  • 3 пикап

    (автомобиль с открытым кузовом для перевозки грузов и пассажиров) το ημιφορτηγό (αγροτικό) αυτοκίνητο (μεταφοράς επιβατών και φορτίου), το πικάπ (ξεν)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пикап

  • 4 помещение

    1. (внутренность здания, место, где помещается что-л.) о χώρ/ος, το διαμέρισμα, η αίθουσα
    вычитаемое - мор. μη εκμεταλλεύσιμος -
    - для пассажиров мор. η αίθουσα επιβατών
    доильное с.-х. - αρμέγματος
    мор. о χώρος ενδιαίτησης
    закрытое - мор. κλειστός -
    неучитываемое - мор. εκπιπτόμενος -
    открытое - мор. ανοικτός-
    складское - αποθήκευσης, η αποθήκη
    служебное - υπηρεσιακός -, εργασιακός -
    чердачное - στη σοφίτα, η σοφίτα
    2. (действие) η τοποθέτηση, η εγκατάσταση, (напр. денег вбанк) η κατάθεση, (опубликование) η δημοσίευση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помещение

  • 5 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 6 пустить

    пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•

    пустить на волю αφήνω ελεύθερο•

    он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.

    2. επιτρέπω•

    я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•

    пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.

    || βγάζω στη βοσκή•

    пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.

    || παλ. στέλλω επιστολή.
    3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•

    пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•

    пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.

    || αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).
    με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•

    пустить в переработку επεξεργάζω•

    пустить в продажу βγάζω για πούλημα•

    пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•

    пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.

    || με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•

    пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•

    все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).

    4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•

    пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•

    пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•

    пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.

    5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•

    пустить слух διαδίδω φήμη•

    пустить сплетню κουτσομπολεύω.

    || λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    6. βγάζω, (ανα)φύω•

    пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•

    пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).

    7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.
    εκφρ.
    пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•
    пустить в оборот – βάζω σε χρήση.
    1. ξεκινώ, εκκινώ•

    пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•

    пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•

    пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.

    2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.
    3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пустить

  • 7 развести

    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ• συνοδεύω• πηγαίνω σε διάφορα μέρη•

    развести пассажиров по каютам οδηγώ τους επιβάτες στις καμπίνες•

    солдать по квартирам πηγαίνω τους στρατιώτες• στα καταλύματα.

    (στρατ.) εγκατασταίνω, τοποθετώ•

    развести часовых εγκατασταίνω (βάζω) σκοπούς.

    2. ξεχωρίζω, αποσπώ. || ανοίγω• αποσυνδέω, αποχωρίζω.
    3. διαλύω γάμο, χωρίζω.
    4. (απρόσ.) ραγίζω, σκάζω (για πάγο).
    5. προκαλώ, προξενώ• επιφέρω• σηκώνω•

    ветер -л волны ο άνεμος σήκωσε κύματα.

    6. διαλύω, αραιώνω•

    развести порошок водою ή в воде διαλύω το σκονάκι με νερό, στο νερό•

    развести тесто αραιώνω(μαλακώνω) το ζυμάρι.

    || νερώνω, αδυνατίζω•

    водку водой νερώνω τη βότκα.

    7. πολλαπλασιάζω• θρέφω (ζώα). || καλλιεργώ, περιποιούμαι (φυτά).
    8. προξενώ, κάνω, δημιουργώ (κάτι. δυσάρεστο)•

    развести канитель δημιουργώ ιστορία•

    -чепуху κάνω ανοησία, κουταμάρα.

    9. ανάβω•

    развести огонь ανάβω φωτιά.

    1. διαλύω το γάμο, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο•

    году не прожили и уже -лись ένα χρόνο δεν έζησαν παντρεμένοι και χώρισαν πια.

    2. πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι•

    -лось много мышей πλήθυναν πολύ τα ποντίκια.

    Большой русско-греческий словарь > развести

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»